Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Μέχρι στιγμής πίστευα πως κάπου είχα κάνει το λάθος εγώ.
Σκεφτόμουν τι έφταιξε και έληξε όλο αυτό μεταξύ μας άδοξα και για να σε δικαιολογώ για το καθετί έριχνα εμένα στη πυρά.
Ίσως να μην ήμουν αρκετός, ίσως να σε έπνιξα άθελά μου, ίσως να σου έδωσα τα πάντα χωρίς να έχεις τίποτα πια να περιμένεις.
Έτσι έκανα πάντα, έβαζα τα χέρια μου και έβγαζα τα μάτια μου για να μη βλέπω τα λάθη μου, αυτά που σε έδιωξαν. Τα δικά σου δεν υπήρχαν πουθενά.
Τώρα όμως μου τελείωσε. Ξύπνησα από ένα λήθαργο και σταμάτησα να με κατηγορώ.
Εσύ φταις, εσύ ήσουν η λίγη, η ανάξια να καταλάβεις και να νιώσεις το οτιδήποτε.
Μόνο θυμός μου έμεινε για όσα ποτέ δεν ένιωσες και μόνο τα υποκρίθηκες.
Δε θα σε λυπηθώ ξανά, δεν έχω άλλο.
Και τώρα που γυρνάς, τώρα που αναζητάς σε παλιές παρέες και φίλους κοινούς, είναι αργά.
Άσε τους φίλους και γνωστούς στην ησυχία τους.
Αποφάσισα να ακούω μόνο εμένα χωρίς ίχνος αυτομαστιγώματος!
Πόσο λυπάμαι που υπάρχουν σάπιοι “άνθρωποι” σαν εσένα και ξέρουν να φορούν τόσο πειστικές μάσκες που δεν τους παίρνουμε χαμπάρι.
Για το καλό σου λοιπόν μάζεψε τη σαπίλα που σκορπίζεις γύρω σου και εξαφανίσου να καθαρίσει ο τόπος από εσένα και απ όλους τους όμοιους σου.
Να σε δω να πληρώνεις για μια φορά το λογαριασμό, ήθελα μόνο!
Και τη μοναξιά, όταν θα ψάξεις το ηλίθιο χέρι που πάντα σου δινόταν, τι κρίμα, προτίμησα να το κόψω..