Γράφει η Πράξια Αρέστη.
Ανακατεμένα μαλλιά, έναν καφέ κι ένα καπέλο στο χέρι, αγαπημένη μουσική στο ράδιο και πατώ γκάζι για την ευτυχία.
Έξι η ώρα το απόγευμα, πατώ τα πόδια μου στη ζεστή άμμο και αναπνέω βαθιά τον αλμυρό αέρα.
Ο ήλιος έχει αρχίσει το ταξίδι της αποχώρησης, παίρνει ένα βαθύ πορτοκαλί χρώμα και ρίχνει τις αχτίδες του πάνω στη θάλασσα και τη χρυσίζει.
Αυτή τη θάλασσα με τα μεγάλα κύματα την αγαπώ.
Χαϊδεύω τον αφρό των κυμάτων και τον αφήνω να μου γαργαλάει την πλάτη.
Τον παίρνω στα χέρια και θυμάμαι την ιστορία της γοργόνας που διάβασα μικρή, που έγινε αφρός της θάλασσας για να φτάνει πάντα στη στεριά και να βρίσκει τον αγαπημένο της ναύτη.
Δεν μπορώ να σβήσω το χαμόγελο από τα χείλη μου. Πετάω παντόφλες και ρούχα και τρέχω να γίνω ένα με τη θάλασσα.
Κι από τα κύματα.. στην απόλυτη ηρεμία. Κάπως έτσι φαντάζομαι την αρχή της ζωής και το τέλος της.
Να επιπλέω σε αυτή τη θάλασσα, εκεί που το ηλιοβασίλεμα χρυσίζει τα νερά της και να μην ακούω τίποτα παρά μόνο τον ήχο του νερού.
Το μυαλό να αδειάζει, να ηρεμεί. Το νερό κι ο ήλιος να σε αγκαλιάζουν και να νιώθεις ασφαλής.
Η απόλυτη ευτυχία.
Τα καλοκαίρια τα περιμένω πάντα γι’αυτή τη στιγμή.