Γράφει ο Άρης Γρηγοριάδης
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο. Και δεν ήταν ένα παραμύθι. Ήταν η αλήθεια μας, αυτή που χτίζαμε μέρα με τη μέρα, ανάσα με ανάσα. Θυμάσαι; Εγώ θυμάμαι τα πάντα. Κάθε χαμόγελο που γινόταν αφορμή να γελάσω κι εγώ, κάθε βλέμμα που μιλούσε χωρίς λόγια, κάθε άγγιγμα που άφηνε σημάδια στην ψυχή μου. Ήταν σαν να είχαμε γραφτεί από πριν, σαν να ήταν η συνάντησή μας το αναπόφευκτο τέλος μιας ατελείωτης αναζήτησης.
Θυμάσαι τις πρώτες φορές; Την αμηχανία που μεταμορφώθηκε σε οικειότητα, τη σιωπή που γέμιζε με τόσα πολλά; Εγώ θυμάμαι το άρωμά σου, αυτό το ιδιαίτερο που με μάγευε και με έκανε να νιώθω ασφάλεια. Θυμάμαι τις ατέλειωτες συζητήσεις μας μέχρι το πρωί, όπου χανόμασταν ο ένας μέσα στην ψυχή του άλλου, ανακαλύπτοντας κομμάτια που ούτε καν ξέραμε ότι υπήρχαν. Ήταν σαν να βρήκε ο καθένας μας τον καθρέφτη του, αλλά όχι για να αντικατοπτριστεί, αλλά για να συμπληρωθεί.
Κι έπειτα ήρθαν οι δυσκολίες. Οι μικρές διαφωνίες, οι παρεξηγήσεις που μεγάλωναν, οι σκιές που άρχισαν να πέφτουν πάνω στο φως μας. Θυμάσαι πόσο παλέψαμε; Πόσο προσπαθήσαμε να κρατήσουμε αυτό που είχαμε χτίσει; Ήταν σαν ένα παλιό σπίτι που αγαπάς, αλλά οι ρωγμές αρχίζουν να φαίνονται και ο φόβος της κατάρρευσης σε πνίγει. Εγώ θυμάμαι τον πόνο, αυτόν τον αόρατο εχθρό που σιγά σιγά μας απομάκρυνε.
Και τώρα; Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο. Τώρα είμαστε πάλι ένας, ο καθένας μόνος του. Μόνο που δεν είμαστε ακριβώς οι ίδιοι. Έχουμε μέσα μας τα θραύσματα εκείνου του “μαζί”, τα μαθήματα, τις αναμνήσεις που καίγονται ακόμα σαν μικρές φωτιές. Θυμάσαι; Θυμάμαι και εγώ. Και μερικές φορές, όταν η νύχτα πέφτει, αναρωτιέμαι: θα ξαναγίνουμε ποτέ “δυο” με κάποιον; Ή μήπως το δικό μας “μια φορά κι έναν καιρό” ήταν τόσο δυνατό, που δεν χωράει άλλο;