Με την ψευδαίσθηση ότι ήσουν εκεί..
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Βροχή..
Άνθρωποι έρχονται, εσύ φεύγεις.. Πάντα φεύγεις. Κι η βροχή να δυναμώνει τις θύμησες. Έχει πάρει το μέρος σου και με σφυροκοπάει ανελέητα. Σαν να μην θέλει να σταματήσει.
Δεν θα σταματήσει..
Πως τα κατάφερα πάλι έτσι; Γιατί παλεύω ακόμη με τις ψευδαισθήσεις σου; Γιατί; Στην αρχή ξεδιψάω και σε δευτερόλεπτα νιώθω την καρδιά μου πιότερο διψασμένη από πριν, πιότερο στεγνή, άνυδρη. Τι μαρτύριο να φεύγεις.. Πώς θα μπορέσω να δέσω τα χέρια μου, να μην ψάχνουν επίμονα τα δικά σου; Πώς θα κρατήσω το μυαλό μου μακριά από τη σκέψη σου; Πώς;
Μυριάδες ήλιους είδα από τότε. Μυριάδες ηλιοβασιλέματα να χάνονται στη θάλασσα. Τα είδα ολομόναχος όμως. Πάντα ολομόναχος. Καθώς βουτούσε ο ήλιος, βουτούσα κι εγώ στη καταραμένη μοναξιά μου. Άφηνα πίσω καθετί που θα μπορούσε να με σώσει και ναυαγούσα μέσα της. Μου άρεσε όμως. Μου άρεσε, αλήθεια.. Μυριάδες ήταν κι οι ριπές των κεραυνών που χτυπούσαν με μανία το σκαρί μου. Δε με φόβισε κανένας τους. Κανένας κεραυνός, καμιά αστραπή δεν μου εναντιώθηκε τόσο, όσο εκείνη η δική σου εκκωφαντική σιωπή.
Τώρα σε κάθε πλημμύρα, θυμάμαι όλα εκείνα τα χρόνια. Όλα εκείνα τα χρόνια της καταδίκης να σ’έχω και να μην σ’έχω παράλληλα. Της αέναης πίκρας που νιώθω μέχρι σήμερα στα χείλη μου. Ελάχιστοι μπορούν να με καταλάβουν αλλά.. δεν μου ήταν αρκετό να αγγίζω το κορμί σου. Το ήθελα εγωιστικά δικό μου. Εγωιστικά κι απόλυτα δικό μου. Έχω κρατήσει ακόμη αναμμένη την αίσθηση της αφής του κορμιού σου. Ποτέ δεν θα σβήσει. Θα μπορούσα να περιγράψω μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια. Τις θυμάμαι όλες. Μία προς μία. Όλες..
Όλες τις μοναχικές μου νύχτες, έφερνα το κεφάλι μου, κοντά στο ζεστό σου μαξιλάρι. Αγκάλιαζα το πρόσωπό σου κι έκανα μια κίνηση με τα ακροδάχτυλα να χαϊδέψω τα μαλλιά σου. Η ίδια επαναλαμβανόμενη κίνηση κάθε νύχτα. Η ίδια γαμημένη κίνηση. Για χρόνια..
Μόνο έτσι με έπαιρνε ο ύπνος. Με την ψευδαίσθηση ότι ήσουν εκεί.
Τις ημέρες σε φανταζόμουν να γελάς. Κάποιες φορές χαμογελούσα κι εγώ μαζί σου. Μάλλον από συνήθεια.. Μπορεί κι από απελπισία, ποιος ξέρει..
Σου έχει τύχει να χαμογελάς από απελπισία; Χάνεις πάσα επίγνωση του χάους που επικρατεί γύρω σου, μπαίνεις σε έναν νοητό κύκλο και σταματάς να ακούς το οτιδήποτε. Είσαι σιωπηλός κι απλά χαμογελάς.. Δεν έχεις συναίσθηση του τι συμβαίνει γύρω σου και από άμυνα προσποιείσαι μια χαμογελαστή φιγούρα. Είναι η απέλπιδα προσπάθεια που κάνει εκείνη την στιγμή το υποσυνείδητό σου, να γυρίσει ανάποδα την κλεψύδρα. Να κλέψει λίγα δευτερόλεπτα πριν την απόλυτη ερωτική καταστροφή. Εκείνα τα δευτερόλεπτα, αν θα μπορούσα να τα συγκρίνω με κάτι, αυτό θα ήταν η στιγμή που είπα στον εαυτό μου «Μετάνιωσα». Ξέρεις γιατί μετάνιωσα, έτσι; Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις..
Κατάφερα όμως να δραπετεύσω. Μπορεί να σε συναντάω τυχαία πού και πού αλλά κατάφερα να δραπετεύσω. Τι ψέμα..