Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Ξενέρωμα: όταν όλα είναι συμπαθητικά αδιάφορα. Δεν βλέπεις, δεν ακούς, δεν ψάχνεις. Εγκαταλείπεις ό,τι εμπεριέχει η λέξη συντροφιά. Δεν ανταποκρίνεσαι ενεργά πλέον σε κανένα κάλεσμα. Σου αρκεί ο εαυτός σου και ένας ουρανός, χωρίς όρια. Μεγαλώσαμε πια για να μας πληγώνουν προσδοκίες και έρχεται η στιγμή που κουράζεσαι και τα αφήνεις όλα στο έλεός τους. Αποφασίζεις να μπεις σε έναν κόσμο αποκλειστικά δικό σου.
Πόσο τρομακτικό είναι να μην νιώθεις τίποτα; Μετά από πόσες μαχαιριές ξυπνά το κενό; Όταν δεν είσαι καλά, δεν έχεις ανάγκη να μιλήσεις. Όταν είσαι καλά, απλά χαμογελάς χωρίς να μοιραστείς το λόγο. Πόσο ξενέρωμα αντέχει ο συναισθηματικός μας κόσμος; Μπαίνεις σε ένα πεδίο που όλα είναι συμπαθητικά αδιάφορα.
Παίρνεις την μοναξιά σου από το χέρι και απλά προχωράς χωρίς να ψάχνεις. Οι απαντήσεις γίνονται ζητούμενα άλλων. Μεγάλη λύτρωση αλλά και μεγάλη κατάρα. Το κενό ξυπνάει, γιατί μπορεί το μυαλό σου να ξέχασε πόσο πόνεσες, αλλά η καρδιά σου θυμάται και φωνάζει «φτάνει». Προτιμάει να πορεύεται μόνη και κοιμάται ήσυχη τα βράδια. Πλήρης και ασφαλής.
Τα δεδομένα σε αυτό το στάδιο αλλάζουν δραματικά. Η μόνη σου προτεραιότητα είναι ο εαυτός σου. Το νευρικό σου σύστημα δεν αντέχει δικαιολογίες, παιχνίδια και μικρότητες. Ευγενικά κλείνεις πόρτες και η ευαίσθητή σου πλευρά, μπαίνει σε θησαυροφυλάκιο. Σταματάς να αναλώνεσαι και ξοδεύεις ώρες σε σκέψεις. Γίνεται θέμα επιλογής, οπότε όλα γίνονται πολύ εύκολα και ξεκάθαρα στα ματιά σου.
Κάπου εδώ, συνήθως, είναι που ξεκινάνε και τα θαύματα στην ζωή σου, στην αρχή αδιάφορα και η συνέχεια ελεύθερη. Ό,τι δεν αξίζει, καλύτερα να φεύγει γρήγορα και ό,τι είναι να έρθει, θα μείνει χωρίς εξωπραγματικές προσπάθειες. Δεν γουστάρουμε ό,τι δεν γουστάρει και δεν μπλέκουμε από ανάγκη. Όταν πίνεις τον καφέ σου σκέτο, γιατί να τον πιείς όταν στον φέρουν μέτριο;