Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Έχω μια σκέψη που καιρό τώρα μου πιπιλάει το μυαλό, κι απόψε μιας κι είναι Δεκέμβρης κι είναι μήνας γιορτινός, θέλω να την πω!
Τι θα λέγατε να κάνουμε μια συμφωνία απόψε μεταξύ μας και πιο πολύ, ο κάθε ένας με τον ίδιο μας τον εαυτό;
Πως σας φαίνεται η ιδέα, από σήμερα και πέρα, να κάνουμε όλοι μια μεγάλη, αλλά όμορφη αλλαγή;
Από τώρα και στο εξής, εγώ λέω, να μην ξανά πούμε μια κρύα φράση που την λέμε από συνήθεια και την απαντάμε τυπικά.
Από τώρα και στο εξής, εκείνο το τυπικό “τι κάνεις” που παίρνει απάντηση, το επίσης τυπικό και ψεύτικο, “είμαι καλά”, εγώ λέω να το σταματήσουμε οριστικά, να μην το ξανά πούμε στους ανθρώπους μας ποτέ.
Εγώ λέω, αντί για το σκέτο “τι κάνεις” κι ύστερα τελεία, να την πετάξουμε αυτή την φράση και να τους ρωτάμε κάτι άλλο…
Να τους κοιτάμε ευθεία μες στα μάτια, να τους χαμογελάμε για να γαληνεύουν και να τους ρωτάμε, “χρειάζεσαι κάτι”;
Να είστε βέβαιοι, πως αν το κάνετε ακριβώς όπως το λέω και με ακριβώς αυτά τα δυο λογάκια, θα εκπλαγείτε από την απάντηση που θα σας δώσουν, θα πάψει η απάντηση να είμαι τυπική.
Να είστε σίγουροι, πως αυτές οι δυο λέξεις, μαζί με ένα ερωτηματικό ουσίας στο τέλος, κρύβουνε μέσα τους την αξεπέραστη γοητεία της ανθρωπιάς, κι άλλα πολλά ακόμη!
Όχι για σκεφτείτε το λιγάκι σοβαρά, και για να το καταλάβετε καλύτερα, δείτε το κι ανάποδα.
Δεν θα ήτανε όμορφο, να έρθει σήμερα ένας άνθρωπος που θα σταθεί απέναντι σου και θα σε ρωτήσει να του πεις για τις ανάγκες της ψυχής σου; Δεν θα ήτανε πραγματικά υπέροχο, να σε ρωτήσει κάποιος αν χρειάζεσαι όντως κάτι, αντί για το ξύλινο κι αδιάφορο “τι κάνεις”;
Διψούν οι άνθρωποι αδερφέ μου, όπως κι εσύ, για λίγο νοιάξιμο, για λίγο ενδιαφέρων, για μια αγκαλιά.
Πεινάνε οι άνθρωποι, όπως κι εσύ, για ένα βλέμμα πάνω τους, για να ακουστούν τα ουρλιαχτά και πιο πολύ οι σιωπές τους, για να κοιτάξει κάποιος την ψυχή τους, να δει την θάλασσα και τις κρυφές πληγές τους.
Λαχταράνε οι άνθρωποι σου λέω, όπως ακριβώς λαχταράς κι εσύ, λίγη ουσία κι όχι κάτι τυπικό.
“Χρειάζεσαι κάτι”;