Γράφει ο Y Factor
Πάντα ήσουν ο Δούρειος Ίππος μου. Το Βατερλό μου. Και το ήξερες. Το μοναδικό απωθημένο που είχα επιτρέψει εγώ ο ίδιος να παραμείνει μέσα μου. Η μοναδική σχέση/κατάσταση που δεν ολοκληρώθηκε. Ή τουλάχιστον που δεν ένιωθα εγώ ότι ολοκληρώθηκε. Ο συγχρονισμός μας πάντα ήταν απαίσιος.
Θυμάσαι τη γνωριμία μας; Παραμονή Χριστουγέννων κάποιου έτους σε εκείνο το ρεμπετάδικο στο Περιστέρι –την «Αργώ». Εγώ δεν ήταν να βγω και εσύ ήσουν απλά «περαστική για λίγο». Είναι καταπληκτικό πώς ορισμένες λεπτομέρειες αποτυπώνονται στο μυαλό μας, τις ξεχνάμε αλλά με το κατάλληλο ερέθισμα επανέρχονται σε πλήρη διάσταση.
Δεν σε είχα προσέξει στην αρχή. Αυτό που με τράβηξε ήταν ο αέρας σου στην παρέα. Είχες τον αέρα της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησης. Ξέρω ποια είμαι, ξέρω τί θέλω. Ήξερες τί ακριβώς έκανες στην παρέα αυτή. Πότε να μιλήσεις, τί να πεις, πώς να το πεις. Βάλθηκα να σε παρατηρώ διακριτικά αλλά όσο περνούσε η ώρα και πιο έντονα. Όλα ήταν υπολογισμένα, όλα ήταν συνειδητοποιημένα, όλα ήταν απλά…. τέλεια! ΕΠΡΕΠΕ να σε γνωρίσω, ΕΠΡΕΠΕ να σου μιλήσω. ΕΠΡΕΠΕ να έρθω κοντά σου. Δε χρειάστηκε. Ήρθες εσύ σε εμένα.
Η βραδιά είχε περάσει υπερβολικά γρήγορα από εκείνο το σημείο και μετά. Ήμασταν εμείς οι δύο και όλοι οι άλλοι. Είχε ξεκινήσει σαν μια γλυκιά κόντρα, στα όρια του φλερτ. Σιγά σιγά το αλκοόλ πέρασε στο αίμα και ζάλιζε τις σκέψεις. Κατέλυε αναστολές και ενδοιασμούς. Δύσκολες ερωτήσεις, εύκολες απαντήσεις, πρόκληση, υποχώρηση, επίθεση. Φευγαλέα αγγίγματα, επιτηδευμένες κινήσεις, ανεπιτήδευτα χαμόγελα.
Ικανοποίηση.
Από το μαγαζί βγήκαμε χέρι-χέρι και έτσι μείναμε επί τρία χρόνια.
Έχω να σου πω, λοιπόν, το εξής. Δεν ήμουν έτοιμος. Δεν ξέρω αν εσύ θα ήσουν αλλά εγώ σίγουρα δεν ήμουν. Έστω και καθυστερημένα θέλω να ζητήσω συγνώμη για όλα αυτά που υποσχέθηκα να κάνω αλλά δεν πραγματοποίησα. Που δεν ανοίχτηκα, που δεν επένδυσα, που δεν αφέθηκα, που κράτησα πράγματα μόνο για μένα. Προς υπεράσπισή μου, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα να σε αφήσω πίσω. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν θα με αναγνώριζες τώρα. Κι εγώ στις αναμνήσεις με ψάχνω πολλές φορές. Ίσως πάλι να ήμουν πάντα έτσι και εσύ έβγαλες την άλλη πλευρά.
Θα ήθελα να μπορούσα να σου τα πω από κοντά όλα αυτά. Όπως κάναμε εκείνα τα βράδια μας. Τα δικά μας βράδια. Που ανάβαμε τα κεριά, εσύ με το κρασί σου, εγώ με το ουίσκι μου, απέναντι ο ένας στον άλλον στον καναπέ με τα πόδια μας πλεγμένα, να σε χαϊδεύω και να μιλάμε. Μου έχει λείψει τόσο πολύ να σε αγγίζω. Να μιλάμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Σαν να μην είχαμε να σηκωθούμε και οι δύο στις 6 το πρωί για δουλειά. Πώς μας είχες βαφτίσει γαμώτο.. Δε θυμάμαι..
Τί δε θα έδινα να με κοιτούσες τώρα με εκείνο το βλέμα που με κοιτούσες πάντα όταν παραδεχόμουν ένα λάθος μου. Όταν έσφιγγες τα χείλια σου από τη μια μεριά ενώ σήκωνες το άλλο φρύδι σα να μου έλεγες «Το.. ξέρω..». Το αγαπούσα αυτό το βλέμμα. Να κάτι που δε σου είχα πει ποτέ..
Θα ήθελα άλλο ένα τέτοιο βράδυ. Μετά το τέλος συνειδητοποίησα ότι είχαμε τόσα πολλά να πούμε ακόμα. Ότι είχαμε τόσα πολλά να ζήσουμε ακόμα. Πόσα χάσαμε… Θα μείνω στα λόγια που μου είπες την τελευταία φορά που σε είδα, πριν «φύγεις».
«Μη μου στεναχωριέσαι, αγάπη μου. Εγώ θα είμαι καλά. Για σένα ανησυχώ. Θα έρθει ο καιρός που θα έχουμε όσο χρόνο θέλουμε. Απλά όχι ακόμα…»