Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Έρχομαι και φεύγω.
Και ώρες ώρες χάνομαι.
Έμαθα να μιλάω λίγο και να ακούω περισσότερο.
Προσπαθώ να μάθω να δέχομαι και όχι μόνο να δίνω.
Δεν νιώθω τώρα τελευταία και έτσι έχω αφήσει πολλές σελίδες της ζωής μου λευκές.
Κανένα μελάνι δεν είναι αρκετό για να δώσει μορφή σε αυτά που μέσα μου έχουν αποκοιμηθεί.
Και όμως, βρίσκω την δύναμη να κάνω ότι μπορώ για να βλέπω τους ανθρώπους μου να χαμογελούν αληθινά.
Ξέρεις.
Από εκείνα τα χαμόγελα που διαγράφονται οι ωραιότερες ρυτίδες του κόσμου γύρω από τα μάτια.
Και πάλι χάνομαι.
Και πάλι κρύβομαι στην δικαιολογία της άχαρης καθημερινότητάς μου για να μην νιώσω.
Να μην αισθανθώ το παραμικρό.
Να μην ονειρευτώ.
Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Νιώθω πολύ μικρή για να κάνω όνειρα αυτή τη στιγμή.
Δεν βγάζεις νόημα έτσι;
Εγώ να δεις!
Εγώ να δεις νοήματα που έχω χάσει και έχω ξεχάσει αυτή την περίοδο.
Αντιφατικά τα λόγια μου.
Σαν και τα μέσα μου που παλεύουν να ζωντανέψουν και εγώ επιλέγω να τα κρατάω στην λήθη.
Θα την βρω την άκρη.
Το φθινόπωρο ελπίζω.
Τότε που θα ξαναβρώ εκείνο το μολυβάκι με την ξυσμένη με μαχαίρι μύτη.
Τότε θα σου γράψω για τις ωραιότερες θάλασσες που έχω ταξιδέψει.
Για τα αστέρια που με έχουν μαγέψει.
Για εκείνα τα μισοτελειωμένα όνειρα.
Ως τότε αγάπα με.
Και να με προσέχεις.
Έχω ανάγκη μια μικρή ασφάλεια, για να μου θυμίζει ότι ακόμα ζω.
Ως τότε να με προσέχεις.
Γιατί έχω πέσει χαμηλά.
Και φοβάμαι που πια δεν δημιουργώ και απλά υπάρχω.
Φοβάμαι που πια δεν κυνηγάω τίποτα.
Ούτε καν τον χρόνο που τον αφήνω να περνά αδιάφορα.
Να με προσέχεις.
Θα είναι για λίγο μόνο.
Μόνο για λίγο.