Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Δεν ήταν ποτέ η ήσυχη.
Δεν καθόταν στη γωνία με σταυρωμένα χέρια.
Φώναζε, μάλωνε, απαντούσε. Ήταν εκείνη που έκανε θόρυβο κι όλοι έλεγαν «Αχ, πάλι αυτή…μίλα πιο σιγά παιδί μου»
Αλλά δεν ήξεραν.
Δεν ήξεραν ότι από πολύ νωρίς έμαθε να μετράει ευθύνες αντί για κούκλες.
Δεν ήξεραν ότι η φωνή της ήταν άμυνα, όχι επιθετικότητα.
Ότι κάθε κραυγή της έλεγε «δε με βλέπετε!» πίσω από το «μην κάνεις φασαρία!»
Ήταν η μεγάλη. Πάντα η μεγάλη.
Όχι από επιλογή αλλά από θέση. Από ανάγκη. Από συγκυρία.
Κάποιος έπρεπε να βάλει τάξη, κι εκείνη έμαθε πώς.
Μπορεί να μην το έκανε πάντα με γλύκα, αλλά το έκανε με συνέπεια.
Έβαζε τα μικρά για ύπνο, μαγείρευε “ό,τι είχε το ψυγείο”, κάλυπτε σιωπές και φρόντιζε πληγές που δεν ήταν δικές της.
Τη φώναζαν “νευρική”, “απότομη”, “δύσκολη”, “γλωσσού”.
Αλλά ποτέ δε σκέφτηκαν ότι μπορεί απλώς να ήταν κουρασμένη.
Πίσω από τη δύναμή της, υπήρχε ένα παιδί που δεν πρόλαβε να είναι παιδί.
Που είχε πάντα λύσεις για όλους, εκτός από τον εαυτό της.
Που αγαπούσε με πάθος και φρόντιζε με θυμό.
Γιατί, ναι. Η αγάπη της έμοιαζε με φωνή. Με αγώνα. Με σύγκρουση.
Αλλά ήταν αγάπη.
Και κάποια στιγμή, απλώς… έφυγε.
Όχι με δράματα. Όχι με καυγάδες.
Με εκείνο το βλέμμα που έλεγε “Ως εδώ. Τώρα είναι η σειρά μου.”
Και τότε -για πρώτη φορά – η οικογένεια μεγάλωσε στ’ αλήθεια.
Έμαθαν να βλέπουν εκείνο που πάντα ήταν μπροστά τους, αλλά κανείς δεν κοιτούσε.
Έμαθαν ότι δύναμη δεν είναι να αντέχεις τα πάντα, αλλά να ξέρεις πότε να σταματάς ή πότε να ζητάς βοήθεια.
Το σπίτι έμεινε ήσυχο, αλλά όχι ανακουφισμένο.
Τα μικρά αναρωτήθηκαν με ποιον θα παίξουμε τώρα;
Η μάνα ένιωσε κάτι βαρύ και γνώριμο να λείπει.
Ο πατέρας σκέφτηκε -για πρώτη φορά – πόσο την είχε πιέσει να είναι η “σωστή”.
Και η ίδια;
Μακριά. Αναπνοή. Χώρος. Απόσταση.
Όχι για να εκδικηθεί.
Για να επιβιώσει. Για να ανακαλύψει πώς είναι να είσαι ο εαυτός σου.
Μπορεί να έμεινε στην ιστορία της οικογένειας ως “νευρική και γλωσσού”, αλλά όσοι την έζησαν, ξέρουν.
Ήταν εκείνη που σήκωσε μια οικογένεια, επειδή έπρεπε.
Ήταν εκείνη που δεν άντεξε, όχι επειδή δεν μπορούσε, αλλά επειδή δεν ήθελε πια να αντέχει μόνη.
Γιατί η μεγάλη κόρη δεν είναι ηρωίδα, ούτε θύμα.
Είναι άνθρωπος.
Κι όταν αυτός ο άνθρωπος κάνει μια μικρή έκρηξη, ο κόσμος γύρω του μετακινείται.
Για να χωρέσει, επιτέλους, κι εκείνη.