Κανείς δεν μ’αγάπησε, όπως εσύ!
Γράφει ο Nickolas M.
Σε σας που με κάνατε αυτό που είμαι, οφείλω ένα ευχαριστώ.
Σε σένα, που φρόντισες να βγάλεις όλη την σκατοψυχιά και τη μιζέρια σου πάνω μου, σε ευχαριστώ που με δίδαξες ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν είχαν βοήθεια την ώρα που έπρεπε. Κι έτσι ψάχνουν να εισπράξουν από αλλού τα χρωστούμενα. Με έμαθες να παίρνω αποστάσεις από αυτούς και να τους εύχομαι από μέσα μου να βρουν τον δρόμο τους.
Σε σένα, που αν και το έπαιζες δικός μου άνθρωπος, αδιαφόρησες για το αδιέξοδο μου κι όταν σου ζήτησα βοήθεια με αγνόησες. Βλέπεις, ο ορισμός που έδινες στη λέξη «πρόβλημα» δεν ταίριαζε με αυτό που σου περιέγραφα. Με δίδαξες ότι τελικά στα μεγάλα αδιέξοδα και στους τοίχους που ορθώνονται στην πορεία μας, είμαστε μόνοι. Κι αν δεν υπάρχουν λύσεις, τις εφεύρουμε. Κι αν δεν υπάρχουν δρόμοι, τους χαράζουμε. Με έμαθες να είμαι (κατ’ ανάγκη) αυτάρκης. Άθελα σου, όμως, με βοήθησες.
Σε σένα, που δεν έμαθες να προσπαθείς να βελτιώσεις τη ζωή σου και να ανέβεις ψηλότερα, παρά επέλεξες τον εύκολο τρόπο να κατεβάζεις τους άλλους στο δικό σου χαμηλό μπόι. Με έμαθες να κλείνω τα αυτιά μου στις κακοήθειες και τις δολοπλοκίες σου, ακόμα κι αυτές έφταναν κυριολεκτικά έξω από την πόρτα μου. Έξω έμειναν όμως, τελικά. Και δεν με άγγιξαν, γιατί έμαθα να φτιάχνω ασπίδες που ούτε εσύ ούτε κανείς τελικά δεν μπορεί πλέον να τρυπήσει.
Σε σένα, που πρόθυμα στάθηκες χωρίς να στο ζητήσω δίπλα μου, γιατί έκανες δικό σου το δικό μου. Που στήριξες τις επιλογές μου και υπερασπίστηκες σε τρίτους τη στάση ζωής μου. Που ίσως είδες σε μένα μια μάχη που δεν έδωσες και ξεπληρώνεις, έστω και με καθυστέρηση, ένα αόρατο παλιό σου χρέος. Εσύ έγινες αδερφός και θα συνεχίσεις να είσαι μέχρι το τέλος.
Και σε σένα, που έγινες εγώ. Σε σένα, που αδιαμαρτύρητα πήρες πάνω σου τη βαριά πέτρα που μου φόρτωσαν. Που μοιράστηκες τον ίδιο σταυρό. Που με έκανες κοινωνό της ύπαρξης σου. Που μου έδειξες άφοβα τις πληγές σου, για να μου δώσεις θάρρος να κάνω το ίδιο. Που μου έδειξες κι έναν άλλο δρόμο που δεν ήξερα ότι υπάρχει, ή ίσως ήξερα, αλλά φοβόμουν να τον διαβώ.
Σε εσένα χρωστάω το μεγάλο ευχαριστώ. Που έγινες φτερά στους ώμους μου, καύσιμο στην μηχανή μου, οξυγόνο στους πνεύμονες μου.
Κι έχεις τον λόγο μου, δεν θα προδώσω ποτέ τέτοια εμπιστοσύνη. Γιατί κανείς δεν μου την έδειξε όπως εσύ. Κανείς δεν έζησε δίπλα μου όπως εσύ. Γιατί κανείς δεν πόνεσε με τον πόνο μου, δεν χάρηκε με την χαρά μου, δεν μοιράστηκε στην τελική την ζωή του μαζί μου, όπως επέλεξες να τη μοιραστείς εσύ.
Γιατί εντέλει, αυτό που είμαι, είσαι εσύ. Κι είμαστε εμείς..