Θα κυνηγήσω το ανεκπλήρωτο κι ας με πονέσει…



Και μετεβλήθη εντός μου, ο άξονας του κόσμου #1011
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Το αμάξι καταπίνει τα χιλιόμετρα και η νύχτα βοηθάει την ταχύτητα.
Η μουσική στο τέρμα και η μετωπική με το απωθημένο αναπόφευκτη. Προσπαθώντας να ξεφύγεις από το ανεκπλήρωτο, πέφτεις πάνω στο απωθημένο. Κι η διέξοδος που έψαχνες δεν υπάρχει πια. Στέκεσαι παγωμένη στο σταυροδρόμι.
Γυρνάς το μυαλό σε ένα υποθετικό «αν». Ένα «αν» που δεν έχει καμία σχέση με το «τώρα». Εικόνες, στιγμές, λέξεις, από εκείνες που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Από εκείνες που έμειναν μισές.
Κι όσο προσπαθείς να γεμίσεις από αυτές τις μισές στιγμές, τόσο συνειδητοποιείς πως όσο προσπαθείς να γεμίσεις, τόσο αδειάζεις. Αδειάζεις την στιγμή που μέσα σου κραυγάζουν οι επιλογές που δεν έκανες. Τα λόγια που δεν είπες.
Είναι αυτά τα «αν», τα κενά και ανεκπλήρωτα που γυρνάνε κάθε μέρα, στις πιο σκληρές στιγμές της καθημερινότητάς σου και σου βγάζουν περιπαικτικά την γλώσσα. Σε κοροϊδεύουν για τότε που αποφάσισες πως ο σωστός δρόμος ήταν τα οικονομικά και δεν τόλμησες ποτέ για τα όνειρά σου.
Σε κοιτάς να στέκεσαι στο παράθυρο του γραφείου σου, του ζηλευτού κατά τ’ άλλα γραφείου σου που πολλοί θα ήθελαν να έχουν, και δε χαμογελάς.
Κι έρχεται πάλι εκείνη η φιγούρα. Μια φιγούρα που την ανακαλείς όταν η πραγματικότητα σε πνίγει. Μια φιγούρα που έχει εκείνα που εσύ δεν τόλμησες να ζητήσεις. Μια φιγούρα που θα μπορούσες να είσαι «αν»…
Είναι αυτή η φιγούρα που θα θελες να είσαι και τώρα, που τα χιλιόμετρα χάνονται μπροστά σου, αλλά δεν κινείσαι και σε κάνει να σκέφτεσαι πόσο αταίριαστη είναι η εικόνα σου με εκείνης της φιγούρας. Εκείνη δεν θα επέλεγε ποτέ να οδηγεί jeep. Εκείνη θα είχε βρει εκείνο το γαλάζιο σκαραβαίο που εσύ ποτέ δεν πήρες.
Κι όσο τα φώτα των αυτοκινήτων σε τυφλώνουν, η φιγούρα παίρνει σάρκα και οστά. Γιγαντώνεται. Και σε κάθε «αν», γίνεται ακόμα πιο ισχυρή.
Την γιγαντώνεις και τις δίνεις διαστάσεις μυθικές. Την φτιάχνεις με θέλω και της αφαιρείς τα πρέπει. Της φοράς ένα χαμόγελο αναλλοίωτο από το σήμερα και το τώρα, της αφαιρείς σκιές και σκοτάδια.
Της αφαιρείς την κούραση και τα μάτια τα πρησμένα από την αϋπνία.
Την κάνεις ανίκητη.
Άτρωτη.
Αγρατζούνιστη κι ατσαλάκωτη.
Κι έρχεται και κάθεται στο διπλανό σου κάθισμα. Δυναμώνει την μουσική κι αρχίζει και σου μιλάει. Σε ρωτάει για πού το βαλες κι απόψε.
Κι ας ξέρει την απάντηση.
Κι ας ξέρει πως ψάχνεις να λυτρωθείς από εκείνο τον έρωτα που δεν έζησες.
Εκείνον που δεν τόλμησες να διεκδικήσεις και τον άφησες αιωρούμενο στην σφαίρα των αδιεκδίκητων θέλω σου.
Εκείνον που αποφάσισες να ανακηρύξεις μοναδικό, αληθινό, αξεπέραστο.
Εκείνον που όχι απλά δεν είναι αληθινός, αλλά δεν είναι καν έρωτας.
Είναι ένα τίποτα φορτωμένο με όλα εκείνα που θα ήθελες να έχει ο άνθρωπος που δεν υπάρχει απόψε δίπλα σου.
Είναι οι φράσεις σου που ξεκινάνε με ένα «εκείνος ποτέ δεν θα…»
Μόνο που ξεχνάς πως εκείνος, δεν υπάρχει.
Τον έχεις φτιάξει σαν εικόνα, τον έχεις φτιάξει από τα συστατικά που θα ήθελες να έχεις, μόνο που δεν έχει καμία ουσία.
Δεν έχεις κοιμηθεί στην αγκαλιά του. Δεν ξέρεις καν αν η αγκαλιά σας θα κούμπωνε.
Δεν έχεις νιώσει την ανάσα του στο λαιμό σου και δεν σε έχει ξυπνήσει το ροχαλητό του.
Δε σε έχει δει με φόρμα και κοτσίδα.
Δεν έχετε τσακωθεί. Δεν έχετε κομματιαστεί. Δεν έχετε κοιμηθεί πάνω στα σπασμένα γυαλιά της σχέσης σας.
Δεν ξέρεις ούτε τι είναι καθημερινότητα μαζί του αλλά ούτε και οικειότητα.
Δεν έχετε γίνει τραγούδι. Μπορεί να είναι η μελωδία σου αλλά δεν έχει στίχους.
Το αδιεκδίκητο, ο έρωτας που δεν έζησες, είναι αυτός που θα θεωρείς πάντα τον μεγαλύτερο, γιατί δεν τσακωθήκατε ποτέ.
Δεν έκλαψες ποτέ για εκείνον. Δεν του ζήτησες συγγνώμη και δεν τον συγχώρεσες. Δεν περπατήσατε μαζί τη διαδρομή από την κόλαση στον παράδεισο.
Ο αδιεκδίκητος έρωτάς σου, ο ανεκπλήρωτος, είναι ένα τίποτα.
Είναι ένα παιχνίδι του μυαλού σου για να συμπληρώνεις με λέξεις τα «αν» που κουβαλάς.
Το ανεκπλήρωτο δεν απαιτεί κόπο.
Δεν απαιτεί αφοσίωση.
Δεν απαιτεί ενέργεια.
Δεν απαιτεί τίποτα.
Δε ρισκάρεις τίποτα, δεν απαιτείς τίποτα, δεν επαιτείς τίποτα.
Είναι ένα φανταστικό σημείο αναφοράς ιδανικά φτιαγμένο να χωράει στις στιγμές που πνίγεσαι.
Ξημερώνει.
Βάζεις μπροστά και λίγο πριν ξεκινήσεις, ανοίγεις την πόρτα.
Στο ταξίδι σου, δεν χωράει άλλο η φιγούρα.
Και στο σταυροδρόμι ανεκπλήρωτου και απωθημένου, προχωράς ευθεία.
Για να διεκδικήσεις όλα εκείνα που μπορείς να αγγίξεις κι ας κοπείς.
Related
