Φανταχτεροί άνθρωποι! Σου τραβούν το βλέμμα, την προσοχή σου. Γιατί ειναι φανταχτεροί. Πρόσεχε! Μη μπερδεύεσαι!
Δεν εννοώ τους ανθρώπους διαμάντια. Τους ανθρώπους που είτε ”ακατέργαστοι” είτε όχι, είναι απο μόνοι τους, αβίαστα, ένα κόσμημα. Μιλώ για τους φανταχτερούς.
Εκείνοι που προσπαθούν με κάθε τρόπο να ”λαμπιρίσουν” και να κλέψουν λίγη απο την προσοχή σου. Ετερόφωτοι άνθρωποι. Αν προσέξεις καλά,θα δείς πως αυτά τα σκιρτήματα που κάνει το φώς επάνω τους, είναι αντανάκλαση. Αντανάκλαση ενός ”κοσμήματος”.
Και άλλοτε εν γνώση του και άλλοτε στα κρυφά του ”απομυζά” ύπουλα το φως αναζητώντας αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα λάμψης. Μιας λάμψης που δεν είναι δική του. Είναι κλεμμένη. Δε τον νοιάζει διόλου σε πληροφορώ!
Θα έκανε ότι μπορεί προκειμένου να τραβήξει όσα περισσότερα βλέμματα μπορεί επάνω του κι έτσι να αποκτήσει αξία, να νιώσει κάποιος. Δεν έχει δικό του φως. Κι αυτό το ξέρει.
Ω ναι! Μέσα του το ξέρει. Και το νιώθει ξανά και ξανά κάθε φορά που μένει μόνος του, κάθε φορά που συναντά ή γνωρίζει έναν άνθρωπο ”κόσμημα”. Και σπαρταρά! Σπαρταρα σα το ψάρι έξω απ το νερό. Σπαρταρά να κάνει δικό του αυτό το φως που τόσο αβίαστα σπινθιροβολεί μέσα στα μάτια του ανθρώπου που έχει απέναντι.
Κι αν δε το καταφέρει, θα προσπαθήσει πάση θυσία να μειώσει την αξία του. Είναι άλλωστε ένα γνώριμο χαρακτηριστικό των φανταχτερών ανθρώπων.
Γιατί εσύ και όχι εγώ;
Γιατί εξ αρχής ξεκινάτε από διαφορετική βάση αγαπητέ. Ούτε λάθος, μα ούτε και σωστή. Απλά διαφορετική. Μα και οι δυο έχετε να πολεμήσετε τέρατα. Ο καθένας τα δικά του. Και κανείς δε μπορεί να πει ποιανού η μάχη είναι πιο ”εύκολη”. Για τον καθένα, το δικό μας τέρας μοιάζει πιο τρομακτικό απ’ του δίπλα.
Κι εσύ καλό μου ”κόσμημα” αντανακλάς τόσο έντονα το φώς σου επάνω του, που μοιάζεις να τυφλώνεσαι. Να τυφλώνεσαι απ το δικό σου φως. Μα δε το βλέπεις. Έχεις θαμπωθεί!
Κι όσο θαμπώνεσαι, τόσο δε βλέπεις… κι όσο δε βλέπεις τόσο εκπέμεπεις φως για να δεις… κι όσο εκπέμπεις, τόσο αντανακλάς, κι όσο αντανακλάς… τοσο θαμπώνεσαι… κι όσο θαμπώνεσαι… δε βλέπεις! Και ταράζεσαι, πανικοβάλλεσαι και χάνεσαι και ακολουθείς σαστισμένος… έχεις ξεχάσει κιόλας πως το φως πηγάζει απο εσένα τον ίδιο.
Κι ο φανταχτερός σου… το σφουγγάρι σου που σε ρουφάει κι εσύ δεν έχεις ιδέα πια μοιάζει μ ”αστέρι”. Ή μάλλον, εσύ τον έχεις κάνει αστέρι. Χάρη σ’ εσένα λαμπιρίζει.. και κανείς δε θα γείρει να δεί ποιά είναι η πηγή του φωτός.
Μπα, θέλει κόπο και κανείς δε θα νοιαστεί… θ’ αρκεστεί στο ότι λαμπιρίζει και ότι του ελκύει το βλέμμα.
Κι αυτό γιατί; Γιατί κι εκείνος μάλλον είναι ”φανταχτερός” άνθρωπος.
Οι άνθρωποι κόσμημα ίσως να εντυπωσιαστούν στην αρχή, διότι, είτε κόσμημα είτε φανταχτερός, και οι δύο είναι άνθρωποι, με τη διαφορά πως ο ένας θα γείρει κάποια στιγμή το κορμί να δει τι κρύβεται πίσω απο αυτό που λαμπιρίζει. Και τότε θα αντικρίσει ένα κόσμημα να έχει χαθεί μεσα στο ίδιο του το φως.
Ίσως να μπει ανάμεσα των δύο και να διακόψει αυτή την αντανάκλαση. Ίσως να μη βρεθεί αυτός ο ”από μηχανής θεός”… και το κόσμημα να συνειδητοποιήσει πως πρέπει να σηκώσει το χέρι στο ύψος τον ματιών του και να τα προστατεύσει.
Όπως και να χει, αργά ή γρήγορα θα πάψει να θεοποιεί τον ”μυζητήρα” του.
Οι φανταχτεροί θα συνεχίζουν να τρέφουν ο ένας τον άλλον μιάς και οι μισοί εκ των οποίων έχουν ανάγκη να πιστεύουν σε κάποιον σωτήρα και οι υπόλοιποι να νιώθουν οι ίδιοι σωτήρες και να αποκτούν αξία μέσα απο αυτό.
Ας ρίχνουμε λοιπόν που και που μια ματιά στην κοσμηματοθήκη μας. Στα καινούρια σκουλαρίκια ή κολιέ που θα επιλέξουμε ίσως ”τυφλά” να βάλουμε. Κάποιες φορές πρέπει να ”πετάμε” αυτά που όσο κι αν θέλουμε δε νιώθουμε άνετα όταν τα φοράμε. Κι ας μείνουμε με δυό σκουλαρίκια κι ένα κολιέ.
Αρκεί φορώντας τα, ή απλά γνωρίζοντας πως είναι στο κουτάκι, να σπινθιροβολούν τα μάτια μας, χωρίς να γινόμαστε ή να χρειάζόμαστε ”κάτοπτρο”.