Γράφει η Κατερίνα Μίσσια
Η καρδιά μου κι η καρδιά σου πολύ παλιοί «γνωστοί».
Κάποτε συναντήθηκαν οι καρδιές μας.
Εκείνες, εκείνες φταίνε. Εκείνες ερωτεύτηκαν, εκείνες χτύπησαν δυνατά, εκείνες αγαπήθηκαν δίχως λογική.
Και πώς να έχει η καρδιά λογική;
Δεν υπάρχει λογική, δεν υπάρχει σκέψη στην καρδιά. Απλά χτυπάει. Επιλέγει έτσι απλά, μόνη της. Με έναν τρόπο δικό της.
Και σου δείχνει γρήγορα πως η ζωή είναι ωραία. Χωρίς εξηγήσεις.
Γιατί έτσι!
Κάπως έτσι έγινε και με τις καρδιές μας.
Ήρθαν κοντά, άκουσε η μια τους χτύπους της άλλης και αυτό ήταν!
Εκείνες αποφάσισαν για μας.
Κι εμείς;
Εμείς το ζήσαμε. Για λίγο. Για τόσο λίγο…
Μέχρι να πάρει θέση το μυαλό και να αποφασίσει για το μέλλον.
Ποιανού μέλλον; Το δικός μας!
Κι οι καρδιές μας;
Εκείνες την πλήρωσαν…
Τις έβαλε το μυαλό γρανάζι. Τις έμαθε να χτυπάν για άλλες καρδιές.
Εκείνες αντιστάθηκαν και στάθηκαν μπροστά του. Αλλά πάντα το μυαλό κερδίζει σε αυτή τη μάχη. Γιατί η καρδιά δεν ξέρει τα «πρέπει» δεν ξέρει τα «μη»… εκείνη απλά νιώθει και χτυπάει δυνατά…
Έτσι έμαθαν να χτυπάνε στα «πρέπει»
Και μια νύχτα μαγική, εκεί που περπατούσα μέσα στη ζωή που έφτιαξε το μυαλό και η λογική του, ένιωσα ξανά εκείνους τους χτύπους…
Γνώριμοι χτύποι, σα να βγαίνουν φτερά απο μέσα μου και η καρδιά έτοιμη να πετάξει.
Τρόμαξα! Γιατί; Τι έγινε ξαφνικά;
Ήσουν εκεί, απέναντι δεν σε είχα δει, δεν με είχες δει.
Κι όμως ένιωσες το ίδιο!
Δεν είδαν τα μάτια, μα οι καρδιές μας ήρθαν κοντά. Τόσο κοντά που η μια κατάλαβε την άλλη.
Σαν μαγνήτης, σαν μια δύναμη, πέρα απο εμάς, μας έφεραν απέναντι.
Μια χειραψία τυπική μέσα σε μια στιγμή μα
οι ματιές πάγωσαν, τα δάκρυα κύλισαν χωρίς να το καταλάβουμε και τα χέρια δεν μπορούσαν να χωρίσουν, μα το μυαλό τα χώρισε για ακόμα μια φορά.
Μα οι καρδιές μας, σαν δυο παλιοί γνωστοί, σαν δυο γνώριμοι που αγαπήθηκαν πολύ, έμειναν εκεί. Στη στιγμή! Και για ακόμα μια φορά αντάλλαξαν απο ένα κομμάτι τους.