Γράφει η Μαρία Σταματοπούλου
Έσπασαν σε χίλια κομμάτια οι κραυγές. Ενός έρωτα με ημερομηνία λήξης. Σαν τα κονσερβοκούτια ρήμαξε το σίδερο τις φλέβες της ζωής.
Μία θλίψη που μέτρο δεν έχει πια. Μία επιθυμία που οι γλάροι την πήραν μακρυά, σε εκείνα τα μέρη που βάθος δεν υπάρχει.
Ένα στοίχημα ίσως, με τον εαυτό. Εγώ εκείνην θα την κατακτήσω.
Όχι ρε φίλε.
Η ζωή της δεν είναι κομπολόι στα χέρια σου. Η ζωή της είναι μία άβυσσος ψυχής και δεν έχεις δικαίωμα να της σαπίζεις τα σωθικά.
Σε λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που σε είδε, ρε φίλε. Σε πίστεψε, μέσα στο δικό της όνειρο, μέσα στην δική της λαχτάρα.
Την λέρωσες με τα λασπωμένα σου χέρια, ενώ την προηγούμενη νύχτα ήσουν γεμάτος υποσχέσεις.
Έχουν δίκιο όταν μιλούν για ψεύτικες μεθυσμένες νύχτες.
Γιατί μέσα στην ζάλη του ποτού, ειπώνονται οι πιο ψεύτικα ντυμένες με ομορφιά κουβέντες.
Το πρωί είναι που πονούν οι ριμάδες.
Το πρωί σκίζονται σαν χάρτινα κάστρα μπροστά στα μάτια της.
Ανήμπορη να παραδεχτεί την ήττα της.
Τον κοιτά και θέλει μία να τον βρίσει και μία να του χαμογελάσει πικρά.
Δεν πειράζει, εγώ έφταιγα, πάντα εγώ.
Εγώ που πιστεύω, εγώ που κοιτώντας σε στα μάτια εναποθέτω εκεί ελπίδες και έρωτα.
Είμαι μπερδεμένος, δεν θέλω να σε πληγώσω, της λέει.
Όχι ρε φίλε.
Ποιος σου δίδαξε πως έχεις δικαίωμα να ισοπεδώνεις χαρές και να γκρεμίζεις χαμόγελα;
Κοίτα την, φεύγει και δεν μιλάς. Εσένα ήθελε, εσένα αναζητούσε. Πίκρα και δάκρυα την γέμισες. Αλήθεια, είσαι υπερήφανος για τον εαυτό σου; Για τον τρόπο που της φέρθηκες;
Τράβα κρύψου στο λαγούμι σου ξανά και άλλο κακό να μην κάνεις ξανά σε ψυχή που αληθινά σε αγαπά.
