Γράφει η Δανάη Χριστοδούλου
Το αντίο δεν πονάει. Είναι μια λέξη. Σκληρή, κοφτή, τελειωτική. Αλλά, ξέρεις, μπορείς να τη διαχειριστείς. Τη λες, την ακούς, τη δέχεσαι. Τη γράφεις στο τέλος μιας ιστορίας, σαν να βάζεις μια τελεία που δεν έχει τίποτα άλλο να πει. Όχι, το αντίο δεν πονάει. Αυτό που πονάει, αυτό που σε τρώει ζωντανό, είναι η ελπίδα ότι θα γυρίσεις.
Η ελπίδα είναι ο μεγαλύτερος ψεύτης. Σε γεμίζει με υποσχέσεις που δεν δόθηκαν ποτέ, με σενάρια που φτιάχνεις μόνος σου, με φαντάσματα που επιστρέφουν κάθε φορά που σε κυριεύει η σιωπή. Στέκεται δίπλα σου σαν ένας φίλος που στην πραγματικότητα σε προδίδει. Και όσο υπάρχει, δεν μπορείς να προχωρήσεις. Σε κρατάει εκεί, με το κεφάλι γυρισμένο πίσω, ψάχνοντας σημάδια που δεν υπάρχουν.
Δεν είναι το αντίο που με σκοτώνει. Είναι η ιδέα ότι ίσως κάποια μέρα χτυπήσεις την πόρτα. Ότι ίσως το όνομά σου εμφανιστεί στην οθόνη του κινητού μου. Ότι ίσως τα βήματά σου σε φέρουν ξανά κοντά μου. Αυτό το «ίσως» είναι το μαχαίρι που δεν μπορώ να βγάλω από την καρδιά μου. Είναι ο αέρας που πνίγει αντί να με γεμίζει.
Κάθε μέρα παλεύω με αυτή την ελπίδα. Κάθε φορά που ακούω μια φωνή που σου μοιάζει, κάθε φορά που κάποιος φοράει το ίδιο άρωμα, κάθε φορά που περνάω από τα μέρη που γελάσαμε μαζί. Είναι σαν να σε βλέπω παντού, αλλά ξέρω ότι δεν είσαι πουθενά. Και αυτό είναι το χειρότερο. Να ξέρεις την αλήθεια, αλλά να μην μπορείς να τη δεχτείς, γιατί η ελπίδα δεν σε αφήνει.
Το αντίο δεν πονάει. Εγώ μπορώ να ζήσω με το τέλος. Μπορώ να κλείσω το βιβλίο και να το βάλω στο ράφι. Αλλά πώς ζεις με την ελπίδα ότι μια μέρα θα το ξανανοίξεις; Πώς σκοτώνεις κάτι που σε τρέφει και σε σκοτώνει ταυτόχρονα;
Ίσως δεν χρειάζεται να μάθω. Ίσως πρέπει απλώς να περιμένω μέχρι η ελπίδα να κουραστεί. Μέχρι να με αφήσει να είμαι ελεύθερη. Και τότε, επιτέλους, το αντίο θα γίνει αυτό που έπρεπε να είναι: ένα τέλος.