Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Οι άνθρωποι δεν συναντιούνται τυχαία. Είναι είτε μια ευλογία είτε ένα μάθημα!
Μην στεναχωριέσαι, το πήρα το μάθημά μου!
Έμαθα να μην πιστεύω στα λόγια, παρά να περιμένω τις πράξεις.
Κι εσύ το ξέρεις ότι δεν έπραξες σωστά, ειδάλλως θα μου μιλούσες.
Μου είπες να σε πιστέψω· να πιστέψω τι μωρέ;
Ότι δεν ήμουνα το παιχνιδάκι σου;
Ότι δεν ήμουνα μια τυχαία γνωριμία που εκμεταλλεύτηκες;
Κι εγώ όσους εκμεταλλεύονται τους άλλους τους σιχαίνομαι.
Ναι τους σιχαίνομαι, γιατί δεν ξέρουν να φέρονται μωρέ!
Θεωρούν τους άλλους αναλώσιμους.
Μα οι άνθρωποι έχουν ψυχή κι αυτήν όταν την καβαλάς, να περιμένεις αντιδράσεις επιζήμιες.
Δεν σου τά’πανε καλά ρε φίλε.
Απορώ με το θράσος σου, απορώ που έστειλες ξανά μετά από την εξαφάνιση σου μήνυμα.
Και περίμενες να σου απαντήσω κιόλας;
Το πήρα το μάθημά μου και δεν σε εμπιστεύομαι πλέον.
Κάποτε σ’εμπιστεύτηκα και το πλήρωσα, ίσως με λίγες αμυχές.
Αλλά ξέρεις πρέπει να θαυμάζεις κάποιον για να είσαι μαζί του.
Κι εγώ σ’ απεχθάνομαι πλέον, όχι να σε θαυμάσω κιόλας.
Σε συγχώρησα ξέρεις, γιατί με γλύτωσες από πολλούς μπελάδες.
Από ένα μέλλον δυσοίωνο, αβέβαιο και φορτικό.
Σε συγχώρησα γιατί, χωρίς να το ξέρεις, με ωφέλησες.
Και γι’αυτό το λόγο εγώ σ’ευχαριστώ.
Η γνωριμία μας δεν ήταν ευλογία, παρά ένα μάθημα για μένα· ένα μάθημα που το πλήρωσα ακριβά.
Γιατί όταν τα γιατί δεν απαντώνται, άλλες ερωτήσεις δεν χρωστάς!