Η απουσία σου, έγινε το μόνο δεδομένο μας..
Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Η ώρα πήγε πάλι 4 κι εσύ εαυτέ μου πάλι στριφογυρνάς.
Η νύχτα γίνεται ένα εφιαλτικό κυνηγητό με το Μορφέα να προτιμά άλλη παρέα για αγκαλιά και ταξίδι.
Σ’ αυτή την εκκωφαντική ησυχία πόσο δύσκολο είναι τελικά να κάνεις το μυαλού σου να σκάσει;
Πόσο ανέφικτο να το πείσεις πως όλα εντέλει καλά;
Ποια καλά, που καλά…
Το “ρομποτακι” καλά κρατεί, έχει λαδωμένα γρανάζια και σύστημα που συγχρονίζει συνεχώς με κάθε παρόν. Όσο δύσκολο, όσο κι αν κράτα μια ζωή σε μόνιμη καραντίνα.
Για συναισθήματα αυθορμητισμούς κι ανεμελιά ούτε λόγος.
Πόσο καιρό είναι έτσι, πόσο καιρό ζει για να αναπαράγει ρουτίνες δε θυμάται πια.
Θυμάται όμως ότι κάποτε είχε χαραμάδα ανοιχτή, επέτρεπε να έχει ένα μικρό δικαίωμα στο όνειρο. Αντλούσε έμπνευση, πίστευε πως ο κόσμος μπορεί να γίνει πολύχρωμος, μπορεί να αποκτήσει χαράς σκοπό, μπορεί να έχει τη ζωή που ήθελε.
Γιατί μπορεί να σε αγαπούσε πολύ.
Μπορεί να σε πίστευε πολύ.
Μπορεί να σε ένιωθε μοναδικό ένα.
Μπορεί να σε είχε κίνητρο κι αφορμή για ένα καλύτερο αύριο.
Μπορεί να περίμενε ένα θαύμα από αυτά τα τρελά σενάρια που η συνονόματη σου κάνει δώρο χωρίς να σε ρωτήσει.
Μπορεί να ονειρευόταν ένα “μαζί” με δικά σας μέτρα σταθμά και τάξη κοινού χρόνου.
Όμως έχουν περάσει μήνες που η σιωπή έγινε φύση. Έχουν περάσει μήνες που η απουσία είναι η μόνη παρουσία, το μόνο δεδομένο. Έχουν περάσει μήνες που το συρτάρι που σε τακτοποίησα μένει ερμητικά κλειστό, δεν θέλω να το ανοίγω δεν θέλω να θυμάμαι.
Όμως είναι να κάτι τέτοιες νύχτες που η ησυχία δεν σ αφήνει να κρυφτείς ούτε από τον εαυτό σου.
Και το κρεβάτι γίνεται αρένα κι όχι καταφύγιο με όλα τα γιατί σου θηρία άγρια που καραδοκούν μέσα στο σκοτάδι.
Τον χάσαμε τον ύπνο απόψε μάλλον.
Πρόσθεση σ’ άλλο ένα πλην.
Όλο αφαιρώ, όλο χάνω κι όλο κλείνω τεστάροντας το απόθεμα στα πολλά “πολύ” μου τελικά.
Αλλά κι εσύ λείπεις ρε γαμώτο.
Πολύ…