Γράφει η Zoe Diam.
Εκείνη θυμάται ακόμη. Όχι πολλά, μόνο τα σημάδια της. Είναι που τα βλέπει στον καθρέπτη της. Που και που θυμάται εκείνον.
Τα μάτια της οργιάζουν, μα στάλα δάκρυ δεν βγαίνει από τα υγρά της μάτια. Πιάνει τον λαιμό της. Τον σφίγγει λίγο με πίεση, ίσα που να δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Τα μάτια κλειστά. Σκοτάδι παντού. Και έξω και μέσα της. Το χέρι της παραμένει στο ίδιο σημείο. Νωχελικά κουνιέται και τρίβει το δέρμα της να νιώσει το γδάρσιμο πάνω της.
Θέλει να θυμηθεί. Να ξυπνήσουν οι εφιάλτες της. Να νιώσει ζωντανή και νεκρή ταυτόχρονα. Δεν ξέρει γιατί. Απλά αφήνεται. Σφίγγει για λίγο ακόμα τον λαιμό της και μετά το αφήνει.
Μελανιές μένουν, να δείχνουν πως λίγο πριν εκεί, υπήρξε μια ρήξη. Για λίγο ένιωσε πως δεν ήταν μόνη. Πως υπήρξε δίπλα της, εκείνος.
Την ακούμπησε στα σεντόνια και την αφόπλισε κρατώντας τα χέρια της. Δεν πάλευε να φύγει. Περίμενε να πλησιάσει. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της και εκείνος κόλλησε ακόμη πιο έντονα πάνω της. Δεν αντιστάθηκε.
Της κατέβασε το πιγούνι και την κοίταξε στα μάτια έντονα, διαπεραστικά. Δεν την φίλησε. Έσκυψε και την μύρισε. Θυμόταν το άρωμα της, θυμόταν και το ηχόχρωμα της φωνής της όταν γινόταν ευάλωτη.
Είναι η στιγμή που η ανάσα της αρχίζει να λιγοστεύει. Γίνεται πιο κοφτή, πιο αδύναμη. Είναι η στιγμή που ίσα-ίσα ακουμπάνε τα χείλη και τα σώματα βγάζουν μια ζέση, μια μικρή προσμονή παράδοσης όλων των αισθήσεων.
Χάραξε πάνω της μικρές δαγκωματιές να θυμίζουν πάλη άγριων ζώων. Όσες φορές εκείνη κι αν του φώναζε να φύγει, εκείνος πίεζε το κορμί του πιο έντονα πάνω της. Έπαιρνε τζούρες από τα μαλλιά της και χανόταν στην αύρα που ανέδυε από μέσα της.
Εκείνος ήξερε.
Ήξερε πώς να ανοίγει τις πληγές της και πως με τέχνη να τις κλείνει και να τις επουλώνει.
Ήξερε να την αγαπάει και να την πονάει ταυτόχρονα.
Εκείνος ήξερε πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν, μα δεν γινόταν να ζήσει με αυτήν.
Τσακίζονταν, διαλύονταν, υπέφεραν τα μέσα του.
Φοβόταν το πλάσμα που αντίκριζε απέναντι του.
Φαινόταν τόσο αγνό, τόσο φαντασιακό, παραδομένο στα χέρια του. Είχε μια ευαισθησία στα μάτια της, σαν σε κοιτούσε.
Ήξερε να αγαπάει με τα μάτια.
Ερωτεύονταν σημάδια, ενωμένα χέρια, σώματα που ξεσπούσαν και δεν φυλακίζονταν.
Ερωτεύονταν το πάθος που ανέδυε από το φιλί, την ανάσα που απελευθερωνόταν στο λαιμό και την αίσθηση της αφής.
Ερωτεύονταν το μαγικό λεπτό της υποταγής, της κτητικότητας , του απόλυτου. Την ικανότητα να μπορεί να αφεθεί ολοκληρωτικά και να δοθεί χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς ευαισθησίες.
Εκείνος πάλι….
Εκείνος πάλευε με τα μάτια του και την ψυχή του. Γινόταν ότι μισούσε, γιατί αυτό που αγαπούσε άρχισε να ξεμακραίνει από δίπλα του.
Το έδιωχνε λατρεύοντας το. Ένα βουβό παιδί κρυβόταν πίσω από αυτή τη σοβαροφανή όψη. Ένας ενήλικας που η αδύναμη ψυχή του πονούσε στην ιδέα της απώλειας.
Φοβόταν μην την χάσει και την έχασε.
Δεν γύρισε να κοιτάξει, δεν θέλησε να την ψάξει.
Κανένα τηλεφώνημα δεν ακούστηκε, καμία φωνή δεν υψώθηκε.
Όλα νέκρωσαν σε μια τόσο δα στιγμή.
Σε ένα ανείπωτο αντίο, κρεμάστηκε κάθε αχνή ελπίδα.
Εκείνη…
Σκέπασε τον καθρέπτη με ένα σεντόνι.
Τα σημάδια την έκαιγαν ακόμα, μα ήξερε πως θα ξεχάσει.
Δεν φοβόταν το παρακάτω, τις θύμισες ήθελε να κάψει.
Να μην υπάρχουν, να μην θυμίζουν τίποτα από τον παλιό εαυτό της.
LoveLetters