Δεν επέλεξα ποτέ να είμαι η καβάτζα σου!
Γράφει η Πράξια Αρέστη
Τους τοίχους που ανάμεσά μας κτίζεις κουράστηκα να τους γκρεμίζω.
Έχει γεμίσει το σώμα και η ψυχή μου πληγές, προσπαθώντας να γκρεμίσω τα όρια που μου βάζεις. Γιατί είναι στενά κι εκεί μέσα δεν μπορώ να ζήσω.
Νιώθω σαν ένα πουλί που αντί να πετάξεις μαζί του, το παγίδευσες σε ένα κλουβί για να παίζεις όποτε θες και μετά πάλι να το αφήνεις μόνο.
Γι’ αυτά τα όρια που βάζεις δεν φταίω εγώ. Είναι τόσο άδικο να τιμωρούμαι για κάτι που δεν επέλεξα. Δεν επέλεξα ποτέ να είμαι η καβάτζα σου, δεν ήθελα ποτέ να μείνω στο κλουβί.
Αυτό το φιλί που μου στερείς είναι μαχαιριά κατευθείαν στην καρδιά.
Εσύ με διώχνεις κι εγώ όποτε με καλέσεις ξαναέρχομαι, γεμάτη πληγές, σίγουρη ότι θα με διώξεις ξανά με ένα βλέμμα που θα λέει ότι μέχρι εδώ μπορείς να πας, με μια γκριμάτσα αηδίας, με ψυχρές λέξεις, με αναπάντητα μηνύματα και σκληρές ατάκες που δεν ξεχνιούνται εύκολα.
Όμως πάντα θα στο κάνω εύκολο.
Εσύ μείνε κλεισμένος στο κουτί όπου νιώθεις συναισθηματική ασφάλεια, όμως μην ζητάς να μείνω στο σκοτάδι μαζί σου.
Κράτα όση απόσταση από το συναίσθημα και από μένα θες.
Γιατί αυτό που ξέρω είναι ότι δύο άνθρωποι πρέπει να τρέχουν ο ένας προς τον άλλο και όχι ο ένας πίσω από τον άλλο, αλλιώς κουράζονται. Κι εκεί που θα έπρεπε να λάμπει η ευτυχία, πεθαίνει πριν καλά καλά γίνει φως.