Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Αν κάποιος φταίει για όλο αυτό είμαι εγώ.
Με εμένα τα έχω βάλει όχι με εσένα, εσύ μπορείς να φέρεσαι όπως γουστάρεις, αυτό έκανες πάντα χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν.
Κατανοώ ότι άδεια ήσουν και με ένα κενό θα συνεχίσεις να υπάρχεις.
Κούφιο σώμα θα βολτάρεις αριστερά και δεξιά.
Θα βρεθεί κάτι να σε γεμίσει;
Δεν το νομίζω κανείς δεν έχει τόσο περίσσευμα.
Σπατάλη θα θεωρηθεί και σε αυτούς τους καιρούς δε παίρνει κανέναν.
Δε θέλω λόγια και εξηγήσεις μου αρκούν όσα δεν έκανες και δε θα κάνεις ποτέ.
Δε σε βλέπω πια κατάφερα να έχω επιλεκτική όραση και εσύ είσαι σκοτάδι.
Εγώ αγαπώ το φως, εκεί που όλα είναι φανερά, χωρίς δήθεν και κρυφτό.
Από μικρό δε μου άρεσε το κρυφτό, το θεωρώ ανούσιο αφού κάποια στιγμή όλοι τρέχουν να γλιτώσουν από αυτό που τους κυνηγάει.
Δε σε ακούω πια, απομονώνω τους ήχους που μοιάζουν με βουητά, προτιμώ τους ξεκάθαρους.
Λυπάμαι αλλά δε πληροίς τίποτα από όλα αυτά.
Απορώ γιατί πίστεψα ότι θα σε έκανα να μπορέσεις να νιώσεις.
Θαρρώ θα τρόμαζες.
Δε σου πάει να φοβάσαι, τρέμεις σαν άνεμος, χάνεις κάθε είδους “εγωισμό” που ίσως έχεις.
Και ύστερα απ όλα αυτά σήκω και φύγε αρκετά ταπεινώθηκες για σήμερα.
Αγκαλιά με το κουφάρι σου πάλι θα κοιμηθείς.
Αύριο πάλι με μια καινούρια δικαιολογία για το τίποτα που είσαι.
Τα ξαναλέμε.