Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Η ελπίδα, για τους ανθρώπους είναι η ανάσα, είναι το κερί που δεν λέει να σβήσει.
Να ελπίζεις πάντα ότι μέσα στον όχλο της ζωής κάπου θα έχεις μια θέση, σε κάποια καρδιά θα δίνεις το στίγμα σου και σε κάποια ψυχή την πνοή σου.
Ίσως κι αυτή η ψυχή να έχει την δική της ελπίδα, ίσως την δική σου ελπίδα προσμένει.
Έστω κι από μακριά, να νιώθεις το χάδι της να σε συντροφεύει, να πίνεις τη γλύκα της να ξεδιψάς, να βλέπεις τα χρώματα που αγκαλιάζουν τα μάτια της.
Αν δεν μπορείς να είσαι ένα χαμόγελο, ένα χάδι, μια χούφτα αγάπης, ένας γλυκός λόγος, μην είσαι τίποτα.
Θα είμαι εκεί να χαϊδεύω τις άκρες των ματιών σου όταν πονάς.
Θα είμαι εκεί να ψιθυρίζω το “σ’αγαπώ” μου στην ανάγκη σου.
Θα είμαι πάντα εκεί να τυλίγω το χάδι μου στην καρδιά σου.
Χθες με άγγιξε ο κόσμος σου.
Χθες άγγιξες ένα απ’τα ακροδάχτυλα της ψυχής μου και κατέληξες μέσα της.
Ίσως γιατί αυτό το δρομάκι που περνάμε κάποιες φορές μας οδηγεί στην αιωνιότητα.
Ίσως γιατί η ψυχή μερικές φορές καταλαβαίνει και χορταίνει τα σπλάχνα της μ’ένα ανεπαίσθητο χάδι.
Μ’ένα χάδι τρυφερό, μ’ένα χάδι πάθους, μ’ένα χάδι ηδονής.
Ακόμη κι από χιλιόμετρα μακριά.
Έστω κι από μακριά, νιώθεις.