Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Αν δεν είσαι έτοιμος να γεμίσεις την ησυχία μου με τη φασαρία σου τότε μην με ενοχλείς. Άφησέ με να ακούω μόνο τους άνεμους να μου φέρνουν το γέλιο σου. Ας είναι έτσι, ας υπάρχεις και ας είσαι μακριά μου, μόνο μην μου χαλάς τον κόσμο που έφτιαξα μετά από εσένα. Άφησε με σου λέω, προσπάθησα πολύ, μάτωσα μα τα κατάφερα να σε αφήσω πίσω και εσύ όπως πάντα έρχεσαι να μου χαλάσεις την ηρεμία που έφτιαξα μετά το τέλος της πυρκαγιάς που άναψες, μετά το τέλος που όρισες μόνος σου και τα άφησες όλα για μια ακόμα να σιγοκαίνε.
Άσε με σου λέω, μην έρχεσαι αν δεν είναι να ανάψεις πάλι εκείνα τα ξερόκλαδα, άφησε με στην δική μου αγκαλιά εκεί επάνω στον καναπέ κουλουριασμένη με τη μάλλινη κουβέρτα της γιαγιάς, εκείνη δεν θα με άφηνε ποτέ για κάτι άλλο, για κάπου αλλού και ας είναι ένα άψυχο πράγμα. Σάμπως και εσύ τι είσαι; Ένα άψυχο πράγμα είσαι που τυχαίνει να έχει μια καρδιά κάπου εκεί στο στήθος.
Άφησέ με σου λέω, άσε με στην απέραντη ησυχία που άφησες πίσω σου, άσε με να ευχαριστηθώ κάτι δικό μου και ας είναι άψυχο.
Ας είναι.
Άφησέ με.