Γράφει η Λέλα Σακήλια
Αν ήξερες πόσο έχω κουραστεί να δικαιολογώ τους πάντες…
Πόσο έχω εξαντληθεί να ψάχνω άλλοθι για συμπεριφορές που δεν αξίζουν ούτε μισή εξήγηση.
Πόσο έχω στραγγίξει να βρίσκω «καλές προθέσεις» εκεί που υπήρχε μόνο αδιαφορία.
Αν το ήξερες, ίσως να με κοιτούσες αλλιώς. Ίσως να μη θεωρούσες δεδομένο ότι πάντα θα βρίσκω μια δικαιολογία για όλους, ακόμη κι όταν δεν έμεινε τίποτα για να δικαιολογηθεί.
Κουράστηκα, ρε.
Κουράστηκα να κρατάω ισορροπίες που δεν είναι δικές μου.
Να προσπαθώ να σώσω σχέσεις, φιλίες, ανθρώπους που ούτε τον εαυτό τους δεν θέλουν να σώσουν.
Να ψάχνω το «ίσως να μην το ήθελε έτσι» σε κάθε χτύπημα, κάθε εξαφάνιση, κάθε προδοσία.
Να βάζω μπάλωμα στα κενά των άλλων και να αφήνω τα δικά μου ανοιχτά.
Κάποτε το έλεγα «κατανόηση».
Τώρα ξέρω ότι ήταν καθαρή αυτοπροδοσία.
Γιατί όταν δικαιολογείς όλους, ουσιαστικά μαθαίνεις τον εαυτό σου να χωράει σε όσα σε πονάνε.
Τον εκπαιδεύεις να κάνει χώρο σε ανθρώπους που δεν αξίζουν ούτε την καλημέρα σου.
Κι όσο πιο πολύ «καταλαβαίνεις», τόσο πιο λίγο υπολογίζουν.
Κι όσο πιο πολύ καλύπτεις, τόσο πιο εύκολα σε πατάνε.
Αν ήξερες πόσο κουράστηκα…
Θα καταλάβαινες ότι δεν έχω άλλη ανάσα για δικαιολογίες.
Ότι δεν έχω άλλο κουράγιο να σετάρω τον κόσμο μου στα μέτρα του καθενός.
Ότι το μόνο που θέλω πια είναι αλήθεια, καθαρή και ξάστερη.
Όχι ιστορίες, όχι δικαιολογίες, όχι «δεν ήθελα να σε πληγώσω».
Ό,τι πληγώνει, πληγώνει.
Τελεία.
Γι’ αυτό άλλαξα.
Όχι επειδή έγινα σκληρή, αλλά επειδή έμαθα.
Έμαθα πως η ζωή γίνεται αβάσταχτη όταν κουβαλάς όλους στις πλάτες σου.
Και πως το να σταματήσεις να δικαιολογείς, δεν είναι αγένεια.
Είναι αυτοσεβασμός.
Αν ήξερες πόσο έχω κουραστεί…
Θα καταλάβαινες γιατί δεν εξηγώ πια σε κανέναν.
Όποιος θέλει, βλέπει.
Οι άλλοι ας μείνουν με τις δικές τους δικαιολογίες.
