Γράφει η Πράξια Αρέστη
Ήταν ένα κορίτσι του σήμερα, βγαλμένο, όμως, από μια άλλα εποχή. Από μια άλλη ζωή, έτσι όπως την είχε ονειρευτεί. Ήταν χαμένη στα βιβλία και τα παραμύθια που διάβαζε μικρή, ήταν υπνωτισμένη από τους μεγάλους έρωτες του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, της Άννας Καρένινα και του κόμη Βρόνσκι, του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη, της Πάτι και του Ρόμπερτ…
Ήθελε να ζει έστω και για λίγο έξω από την πραγματικότητα και τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Όλοι οι άνθρωποι ήθελαν, ουδείς όμως, το παραδεχόταν. Ήθελε να ζήσει σ’ ένα τροχόσπιτο μαζί του, μακριά από τον κόσμο για μέρες. Παρέα με τα πουλιά και τον ήχο των κυμάτων. Παρέα με τη φωνή του, που τόσο όμορφα έδενε με την ψυχή της.
Αγαπούσε τη φύση, την γαλήνευε. Αγαπούσε κι αυτόν, μα αυτός την αγρίευε. Αυτό το πάντρεμα την έκανε να νιώθει ζωντανή. Να τον θυμώνει και να μην έχει που να πάει. Να τη θυμώνει και να στριμώχνεται στην αγκαλιά του, γιατί φοβάται το σκοτάδι. Να είναι πίσω τους τα βουνά και μπροστά τους η παραλία κι ανάμεσα τους πια κανείς.
Ήταν ένα κορίτσι βγαλμένο από μια άλλη εποχή. Γέμιζε με λίγα, γι’ αυτό και τα πιο πολλά που είχε της περίσσευαν. Το φιλί του, αυτό την έστελνε εκεί, στο όνειρο. Το φιλί του ήταν ένας ολόκληρος κόσμος σε μια άλλη διάσταση. Ένας κόσμος γλυκός, γαλήνιος, ρομαντικός. Τον ένιωσε μαζί του κι ήταν σίγουρη ότι υπήρχε. Ότι δεν ήταν ψέμα.
Αυτή η εποχή, όμως, δεν εμπνέει τεράστιους έρωτες, επειδή δεν επιτρέπει μεγάλες ανθρώπινες υπερβάσεις, που να θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια που προσφέρει ένας καλοχαραγμένος και βολεμένος βίος. Πόση δυστυχία, να φοβούνται οι άνθρωποι να ονειρευτούν, μπας και τους περάσουν για τρελούς. Να φοβούνται οι άνθρωποι να ερωτευτούν βαθιά μπας και παρεξηγηθούν.
Ήταν ένα κορίτσι σαν όλα τ’ άλλα. Σηκωνόταν το πρωί, έβαζε τη στολή της, έφτιαχνε το μαλλί της κι έπαιρνε την τσάντα της για να πάει δουλειά. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε στον κόσμο… Από το όνειρο έλειπε μόνο αυτός. Αυτός και το φιλί του…