Ένα αστείο χαζό, εγώ χωρίς εσένα…
Γράφει η Φλώρα Σπανού.
Περπατούσε μες τη βροχή το απόβραδο και η μόνη του σκέψη ήταν εκείνη.
Εκείνη της οποίας την εικόνα δεν μπορούσε να διαγράψει από το μυαλό.
Οι σκέψεις βάραιναν τόσο πολύ το σώμα του που πλέον του ήταν αδύνατον να περπατήσει άλλο. Κάθισε σε ένα παγκάκι μελαγχολικός κοιτάζοντας το δρόμο. Τους ανθρώπους να περνούν βιαστικοί, από μπροστά του, άλλοι κρατώντας τις ομπρέλες πάνω από τα κεφάλια τους και άλλοι το πανωφόρι τους. Κάποιοι περνώντας βιαστικά τον κοίταζαν λοξά με περιέργεια. Μάλλον θα τον περνούσαν για τρελό, αφού εκείνος καθόταν στο παγκάκι δίχως να ενοχλείται από την βροχή που έπεφτε. Ναι, γιατί εκείνος δεν είχε κάπου να πάει. Κανένας δεν τον περίμενε. Κι έπειτα ήταν αυτή η φωτιά που τον τύλιγε και που κάπως έπρεπε να τη σβήσει. Κι όπως η βροχή ολοένα δυνάμωνε εκείνος ένιωθε να φλεγόταν.
Με ποιόν τρόπο, άραγε, θα έσβηνε αυτή η φωτιά που έκαιγε τα σωθικά του; Πώς τα είχε καταφέρει έτσι;
Ξάφνου, εκεί που καθόταν ένα άρωμα του ήρθε στο νου και μια γλυκιά νοσταλγία τον τύλιξε. Χαμογέλασε. Πικρά. Γιατί ήταν τόσο έντονη, ακόμα, η εικόνα της στο μυαλό του που του ήταν αδύνατο να ξεχάσει την μυρωδιά της. Το μεταξένιο δέρμα της και τα κατάμαυρα μαλλιά της, κάθε βράδυ πλεγμένα στα δάχτυλά του. Πόσο της άρεσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Να της τα μπερδεύει. Μ’ έναν τρόπο μοναδικό που μονάχα εκείνος ήξερε. Πόσα πολλά ήξερε για εκείνην και πόσα λίγα εκείνη για κείνον. Πώς να μην του θύμωνε; Είχε τόσο δίκιο.
Εκείνη ήταν ένα αερικό που είχε έρθει στη ζωή του τόσο ξαφνικά και απρόσμενα κάνοντας τον κόσμο του να μοιάζει με ταινία βγαλμένη από το σινεμά. Τόσο ψεύτικη έμοιαζε για να ήταν αληθινή. Κι όμως, φάνηκε τόσο αντάξιος απέναντί της. Την έκανε να πονέσει τόσο που στο τέλος ο ίδιος έβαψε, το τέλος της ιστορίας τους, μαύρο, με τα ίδια του τα χέρια. Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Πώς μπόρεσε να φανεί τόσο δειλός και ευθυνόφοβος; Πώς την άφησε να γλιστρήσει τόσο ξαφνικά από τα χέρια του; Τα χέρια εκείνα που άλλοτε την αγκάλιαζαν με τόση αγάπη; Τα χέρια εκείνα που ταξίδευαν με τόσο πάθος στο κορμί της θέλοντας να ανακαλύψουν κάθε πτυχή του σώματός της; Ταξίδι ατελείωτο δίχως προορισμό.
Πώς πίστεψε πώς θα την είχε για πάντα κοντά του; Όταν εκείνη τον παρακαλούσε να μένει δίπλα της και εκείνος έφευγε κάθε βράδυ αφήνοντας την μόνη. Να αναζητάει την αγκαλιά του στα ιδρωμένα από τον πόλεμο τους σεντόνια; Στο μεθυσμένο από το άρωμα τους σπιτικό;
Να πάει που; Αναρωτιόταν τώρα που δεν την είχε στο πλάι του; Γιατί έφευγε τόσο βιαστικός τότε που είχε την πραγματική ευτυχία κοντά του; Τι ήταν αυτό που φοβόταν;
Γιατί οι άνθρωποι αναζητούν την ευτυχία με κάθε τίμημα και στο τέλος όταν την βρουν την εγκαταλείπουν; Πόσο δειλοί μπορεί να είναι τελικά; Αναρωτήθηκε ξανά.
Άραγε πώς να περνούσαν, οι μέρες κι οι νύχτες της δίχως εκείνον στο πλάι της; Εκείνου έμοιαζαν να είναι ατελείωτες. Κάθε λεπτό περνούσε βασανιστικά, αργά, δίχως την δική της παρουσία κοντά του.
Οι μνήμες έρχονταν σαν τις ερινύες τον κύκλωναν και τον τρέλαιναν. Πώς θα μπορούσε να την ξεχάσει; Άραγε θα ήταν ποτέ αυτό εφικτό;
Πώς μπορούσε να υπάρξει, άραγε, χωρίς την παρουσία της δίπλα του;
Πώς μπόρεσε να νομίζει πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνην; Πόσο μεγάλο λάθος έκανε τελικά. Κορόιδεψε τον εαυτό του μα περισσότερο πλήγωσε εκείνην. Τη μία και μοναδική του αγάπη. Τώρα το καταλάβαινε. Μα ήταν πλέον αργά. Εκείνη δεν άντεξε και έφυγε. Μακριά .
Σαν μια πεταλούδα έμοιαζε, φυλακισμένη μέσα σε μία γυάλα, εκείνη τη μοιραία νύχτα που ήρθε και τον βρήκε. Εκείνη τη νύχτα που του ζήτησε εξηγήσεις. Εκείνη τη νύχτα που δεν τις έδωσε απαντήσεις. Κι όμως έπρεπε.
Της το όφειλε. Της το χρωστούσε. Ακόμη της το χρωστάει.
Από εκείνη τη νύχτα μονάχος του περπατάει κάθε βράδυ μήπως τύχει και την συναντήσει πουθενά.Μήπως ανταλλάξουν ξανά εκείνες τις φλογερές ματιές που τάραζαν παλιότερα όλο τους το είναι. Με αυτή την ελπίδα περιμένει και ελπίζει. Βαθιά μέσα του, όμως, ξέρει, πώς τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο. Άλλοι θα γελούν και θα περνούν όμορφα τα βράδια του μα εκείνος θα νοσταλγεί νωχελικά τα δικά τους μαγευτικά βράδια. Τώρα όλα αυτά μοιάζουν τόσο απρόσιτα και μακρινά.
Πώς καταστρέφουν έτσι οι άνθρωποι την ευτυχία τους; Κανείς δεν ξέρει.
Ένοιωσε τα δάκρυα καυτά να τρέχουν στο πρόσωπο του. Η βροχή δεν τον δρόσιζε. Η φωτιά του κορμιού του τον τύλιγε. Πώς να έσβηνε τη δίψα της ακόρεστης αγάπης του για εκείνην; Εκείνη είχε πετάξει μακριά του. Πώς μπορούσε άλλωστε να περιμένει όταν εκείνος την είχε πληγώσει τόσο πολύ με τις πράξεις του; Πόση υπομονή πια να έκανε; Πόσο να περίμενε; Είχε δίκιο. Την είχε απογοητεύσει.
Και τώρα τι; Μην περιμένεις άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει ειρωνικά. Πώς μπόρεσες να υπάρξεις τόσο αλαζόνας ώστε να καταστρέψεις την ίδια σου ευτυχία με τα δικά σου τα χέρια;
Σκύβει το κεφάλι και ακούει τα γέλια του κόσμου, τριγύρω του και πενθεί. Για εκείνον. Που έχασε την ευκαιρία να είναι μαζί της. Για τους δυο τους που δεν θα είναι ποτέ πια μαζί. θα την βρει άραγε ξανά; Κάπου, κάποτε, άραγε ποιος ξέρει; Μπορεί να σταθεί τυχερός και να ανταλλάξουν ένα βλέμμα. Ένα γεια. Αρκεί, όμως αυτό δεν αρκεί;
Σηκώνεται από το παγκάκι και περπατάει στους άδειους δρόμους. Ακούει τα γέλια του κόσμου πίσω από τις αμπαρωμένες πόρτες και πικραίνεται.
Άραγε θα μπορέσει να γελάσει ξανά και αυτός;
Έως τότε, θα ελπίζει, και θα ονειρεύεται, το χέρι του επάνω στο δικό της, τη γεύση των χειλιών της πάνω στα δικά του, την μεθυστική μυρωδιά της στο σώμα του και την ψιθυριστή φωνή της στα αυτί του να του λέει σ’ αγαπώ..Τόσο απλά, τόσο μοναδικά, τόσο αληθινά.
Ακούει τα γέλια του κόσμου τριγύρω του και πικραίνεται..
Γιατί τώρα ξέρει, πώς χωρίς εκείνην δεν θα ‘ναι ποτέ, πια, ξανά ο ίδιος.
LoveLetters