Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Εμείς οι δυο χαθήκαμε, αλλού εσύ κι αλλού εγώ. Σε μια ευθεία, σε ένα όμορφο μονοπάτι γεμάτο λουλούδια, καμωμένο με όμορφες μελωδίες και τραγούδια, γεμάτο γέλια και χαρές.
Χάσαμε την επαφή μας. Χάσαμε τους εαυτούς μας και διαλέξαμε δρόμους παράλληλους.. αντικρυστούς.
Πώς έγινε αυτό; Πώς μέσα σε τόση χαρά ο καθένας μας πήρε άλλο δρόμο;
Ποια μοίρα μας δίκασε και μας καταδίκασε χωρίς να μας ρωτήσει;
Ήταν κάρμα; Ήταν πεπρωμένο;
Αλήθεια ή πλάνη;
Με ποιον εαυτό σου άντεξες να μου πεις αντίο;
Με ποιον από τους εαυτούς σου έσβησες τον έρωτα;
Ήσουν εσύ ο κριτής; Και τελικά ποια ήταν η ετυμηγορία;
Κι εμένα, απ’ όλα αυτά τα χρόνια. ένα μου έμεινε στην ψυχή μου.. άξιζε να υπάρξουμε, για να συναντηθούμε.
Άξιζε που μπήκες στην ζωή μου σαν αερικό και σάρωσες όνειρα και αναμνήσεις. Άξιζε που εξαφάνισες τυψεις κι ενοχές.
Ένας ανεμοστρόβιλος οι δυο μας, έτοιμος να συνθλίψει και να συνθλιβεί.
Κι όμως δεν θα άλλαζα λεπτό απ’ ό,τι ζήσαμε. Κι ας πήρε σβάρνα ζωές, στιγμές και ανάσες. Κι ας μπέρδεψε τις ζωές μας. Κι ας ανακάτεψε την ύπναρξή μας.
Ίσως είναι πιο εύκολο να με πείσω πως δεν με ήθελες ποτέ. Πως όλα ήταν ένα ψέμα. Ίσως είναι πιο εύκολο να σε πείσεις πως έχω πάει παρακάτω, ψυχή και σώμα.
Ας πείσουμε ο καθένας τον εαυτό του γι’αυτά που θέλει.
Ξέρουμε κι οι δυο βαθιά μέσα μας, πως η σιωπή, δεν είναι καταφύγιο για όσους αγαπήθηκαν πολύ. Είναι τιμωρία.
Γιατί όσοι αγαπήθηκαν πολύ, έφτιαξαν καταφύγια να στεγάσουν την αγάπη τους.
Αυτοί που φοβήθηκαν, τιμώρησαν την αγάπη με σιωπή, έφτιαξαν σπιτικά δικά τους και σχέσεις για το φαίνεσθαι, κι όλα αυτά, τα ονόμασαν… σιωπές.