Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου.
Ε ψιτ, εσύ! Ναι, σε σένα απευθύνομαι, που κρύβεσαι μέσα μου και κάνεις τα στραβά μάτια, πιστεύοντας πως πάλι θα σε κατσαδιάσω για τις υπερβολικά ευαίσθητες φωνές σου και θα σε αφήσω να κρυφτείς στη σκοτεινή πλευρά του μυαλού μου. Έλα, πλησίασε. Κοίταξέ με, σου χαμογελώ και σου απλώνω το χέρι. Νομίζω πως είναι ώρα να γνωριστούμε από την αρχή, γιατί, βλέπεις, μεγάλωσα, άλλαξα, παιδεύτηκα, πληγώθηκα, αγάπησα και αγαπήθηκα, διασκέδασα, έκλαψα, πόνεσα, γέλασα με την ψυχή μου, απέκτησα καινούργιους φίλους, έχασα παλιούς, έγινα σύζυγος, έκανα παιδιά, έχασα την αθωότητά μου, παλεύω να την ξαναβρώ, όλα παραδόθηκαν σε μία μανιακή πορεία, που πατάει το γκάζι στο τέρμα, μα εσύ είσαι εκεί, μικρέ μου εαυτέ, δείχνοντάς μου πως αντέχεις πολύ περισσότερο απ’όσο πίστευα!
Για χρόνια, σε ωθούσα στην άκρη, προσπαθώντας ασυνείδητα να σε κάνω να σωπάσεις, δωροδοκώντας την αθώα σου φύση με καραμέλες και παγωτά, που σου προκαλούσαν ένα λήθαργο υψηλής θερμιδικής αξίας. Κι άλλες, λίγες φορές, σου έριχνα κομματάκια σοκολάτας, έτσι για να πάρεις λίγη ενέργεια και να κάνεις ένα μικρό “κάτι”. Ήμουν πολύ μικρή για να σκεφτώ, πόσο μάλλον να δεχτώ, τη δύναμη της αρετής σου μαζί με τη θετική ενέργεια που έσπρωχνες κατά πάνω μου, προσπαθώντας να κλέψεις λίγη από την προσοχή μου.
Σιγά σιγά, άρχισα να μεγαλώνω, ρούχα και καλλυντικά ήρθαν για να καλύψουν και πάλι τη δική σου, αληθινή λάμψη, προσφέροντας μου παροδικές στιγμές απόλαυσης, γιατί με έκαναν να νιώθω αρεστή και αποδεκτή. Σου φόρεσα ένα κόκκινο, λαμπερό κραγιόν, προκειμένου να σου κλείσω το στόμα και έβαλα μπόλικη μάσκαρα για να κάνω τα μάτια σου να λάμπουν. Με τα χρόνια κατάλαβα αυτό, που, πολλές φορές, μου ψιθύριζες, πως ένα όμορφο κουτί, όταν είναι χωρίς περιεχόμενο, είναι άχρηστο και μετάνιωσα που σε κατηγορούσα ότι αμπελοφιλοσοφείς, καταδικάζοντάς σε να κρυφτείς ακόμη πιο βαθιά. Βλέπεις, δεν ταίριαζες από τότε στα ψεύτικα. Γνώριζες, πως για να γελάσουν τα μάτια χρειάζονται ψυχές, ελεύθερες και ξυπόλυτες και τα στόματα κλείνουν μονάχα όταν αγαπιούνται και γεμίζουν φιλιά.
Σε παραμέρισα και φρόντισα να σε θάψω βαθιά, νομίζοντας πως θα με ρεζιλέψεις, όταν στη ζωή μου βρέθηκαν άνθρωποι που φαίνονταν σπουδαίοι, μοναδικοί, μεγάλης αξίας. Σε τύλιξα καλά με όλη μου την ανασφάλεια και φρόντισα να μη βγάλεις μιλιά. Το έπαιξα κι εγώ σπουδαία, καυχήθηκα για τα μικρά κατορθώματά μου, φόρεσα τα πιο ψηλά μου τακούνια για να σταθώ στο ύψος τους και έπεσα με μετωπική στον καθρέπτη της ψυχής μου, όπου το είδωλο μου ήταν εντελώς άγνωστο. Δεν ήμουν εγώ και, κυρίως, δεν ήθελα να είμαι εγώ, γιατί κατάλαβα πως οι αληθινά σπουδαίοι άνθρωποι της ζωής σου, δεν κάνουν θόρυβο, είναι σχεδόν διάφανοι, διακατέχονται από μία ταπεινότητα που σε κάνει να χάνεις τα λόγια σου και το μεγαλείο της ψυχής τους αγκαλιάζει κάθε πληγωμένο σου κύτταρο.
Σε έβγαλα και πάλι, λοιπόν, από το κουβάρι της ταλαιπώριας κι εσύ αναθάρρεψες, γιατί πίστεψες πως ήρθε η ώρα για την ευκαιρία που πάντα μου ζητούσες. Για κακή σου, όμως, τύχη φρόντισα να μην τελειώσουν εδώ οι δοκιμασίες σου. Σε πλήγωσα, προσπάθησα να σε ξεγυμνώσω από κάθε είδους συναίσθημα, μείωσα παντελώς την αξία σου, σε άφησα στα χέρια “φίλων” που κρατούσαν μαχαίρια και φρόντισα πρώτη εγώ να τραβήξω το χαλί κάτω από τα πόδια σου, γιατί εσύ θα έβρισκες και πάλι τον τρόπο να σηκωθείς. Δεν έπρεπε να χάσω τους άλλους. Κι, όταν κατάλαβα πως ποτέ δεν τους είχα στ’αλήθεια, πως ποτέ δεν έπρεπε να επιθυμώ αυτούς τους ανθρώπους, σε είχα σπρώξει λίγα εκατοστά πιο βαθιά. Σε είχα ήδη απομακρύνει αρκετά από εμένα.
Μα ήρθε κάποια στιγμή που ένιωσα την ανάγκη σου, μικρέ μου εαυτέ. Ήταν εκείνη η μαγική στιγμή που ήθελα να ρίξω μαύρο σε όλο το ψέμα των, μέχρι τότε, επιλογών μου και να σε αφήσω να απαλύνεις με το χρυσό σου φως όλα τα λάθη μου. Να μου πεις ξανά πως εγώ κι εσύ μαζί είμαστε ένα και να αφήσω την αθώα σου αγάπη να απλώσει τα φτερά της πάνω μου. Δεν βγήκες από το μαύρο. Ήσουν φοβισμένος και μόνος και δεν είχες κουράγιο για άλλα ψέμματα. Έτσι ξεκίνησα και πάλι από την αρχή.. Έβαλα δυνατά το αγαπημένο σου τραγούδι, γνωρίζοντας πως ακόμη υπάρχεις κάπου στην καρδιά μου και το ακούς και χαμογελάς. Ξεκίνησα να χορεύω μόνη στο σπίτι, παρέα με τις δυο μου κόρες και να γελάω δυνατά, κάνοντας κάτι χαζό. Ωστόσο, είσαι ακόμη κάπου μακριά.
Ξεκίνησα να συναντάω φίλους που πρώτα κοιτάζουν μέσα μου, που είναι υπέροχοι άνθρωποι και κυρίως είναι ικανοί για αγάπη. Είναι αυτοί οι άνθρωποι, που με κάνουν να νιώθω ξανά ικανή να αγαπήσω κάποιον άλλον εκτός από την οικογένειά μου και με γεμίζουν ελπίδα, αυτήν τη χρονική στιγμή που νόμιζα πως την έχω χάσει για πάντα. Σου χάρισα, λοιπόν, ανθρώπους που μας θυμίζουν πως η ζωή είναι πολύ πιο απλή από όσο φαίνεται και για πρώτη φορά σ’έκαναν να τραβήξεις για λίγο το σεντόνι και να με κρυφοκοιτάξεις. Ήμουν εκεί και σου έκλεινα το μάτι πονηρά!
Σταμάτησα να βάζω φρένο στα συναισθήματα, έκλαψα, όταν ένιωσα πως δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο τα δάκρυα μου και γέλασα με όλη μου την ψυχή, όταν αφέθηκα ολοκληρωτικά ελεύθερη. Σταμάτησε να με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων και πάσχισα να αποκτήσω και πάλι την αθωότητα στο βλέμμα μου, που κάνει τον κόσμο να μοιάζει περισσότερο με έναν τόπο φιλικό παρά με πεδίο μάχης. Κι εκεί σηκώθηκες, πλησίασες και μου χαμογέλασες.
Τώρα πια είσαι ελεύθερος, μικρέ μου εαυτέ και μου υπενθυμίζεις καθημερινά την αξία σου, με το να μη φοβάμαι να πέσω, γιατί είσαι εκεί να με σηκώσεις. Δε φοβάμαι να νιώσω, γιατί μόνο έτσι υπάρχουν και αξίζουν οι άνθρωποι και μου δίνεις δύναμη να συνεχίσω να ονειρεύομαι, όπως ακριβώς ένα μικρό παιδί. Μου μαθαίνεις πως τα όνειρα υπάρχουν για να τα κάνουμε πραγματικότητα, τα φροντίζεις και κάνεις τις ιδέες μου να μεταμορφώνονται σε κάτι που μπορώ να μυρίσω, να αγγίξω, να αισθανθώ.
Αυτή η αποδοχή του μικρού μου εαυτού, με έκανε να καταλάβω, πως ο κόσμος είναι ένας περίεργος τόπος, αλλά αν χαμογελάσω, ξέρω ότι θα είμαι ικανή να το δω με τρόπο διαφορετικό, με τα μάτια του αθώου αυτού χαμένου παιδιού, που με κάνει να εκτιμώ την ομορφιά στα απλά πράγματα και με φωτίζει από μέσα προς τα έξω.
Κι αν σε κάτι ελπίζω και υπόσχομαι σε σένα, είναι να ζεις..
Να παρατάς ό,τι δε σου κάνει.
Να ενεργοποιείς τη φαντασία σου.
Να αγαπάς, δυνατά και αληθινά.
Να ερωτεύεσαι τον ίδιο άνθρωπο κάθε μέρα.
Να κάνεις δικαίωμά σου την ευχαρίστηση.
Να δημιουργείς.
Να ζητάς βοήθεια.
Να εμπιστεύεσαι.
Να μαθαίνεις πως δε φταις για όλα.
Να γίνεσαι προτεραιότητα, πού και πού.
Να μην ξεχνάς πως είσαι η αρχή και το τέλος σου.
Άργησα, αλλά τώρα πια σ’αγαπώ!