Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Ξαφνικά!
Όλα έγιναν εντελώς ξαφνικά και με βρήκαν απροετοίμαστη.
Εκείνη η μέρα, που μόλις είχε ξημερώσει, έμοιαζε τόσο συνηθισμένη, σχεδόν βαρετή.
Όμως, δεν ήταν. Εκείνη η μέρα, εκτός από ελληνικό, διπλό σκέτο και πολλά τσιγάρα, έφερνε μαζί της κι εκείνον.
Αμέσως, έβαλα μπρος όση λογική διέθετα.
Μου υπενθύμιζα συνεχώς, πως εκείνος είναι αέρας και πως εγώ ποτέ δε θα καταφέρω να τον κλείσω μέσα στα χέρια μου.
Και κάπως έτσι, οι ημέρες που ακολούθησαν, μας βρήκαν να συζητάμε σε επαγγελματική βάση και σχεδόν τυπικά. Είπα σχεδόν ε; Τέλος πάντων. Κοιμόμουν χωρίς να χρειάζομαι την “καληνύχτα” του και ξυπνούσα χωρίς την ανάγκη να του πω “καλημέρα”.
Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα…
Μέχρι που ξύπνησα ένα πρωί, κυριευμένη από την επιθυμία να του μιλήσω.
Ήθελα, όχι απλά να του μιλήσω, αλλά να του φωνάξω πόσο με βαραίνει η σιωπή μας.
Χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς καμία πειστική δικαιολογία, ξεκίνησα να πληκτρολογώ.
Ο διάλογός μας, ως συνήθως, σύντομος και σχεδόν τυπικός.
Μόνο που αυτή τη φορά, αυτό το “σχεδόν”, ήταν ακόμη πιο μεγάλο. Τόσο μεγάλο, που δεν κατάφερε να κρυφτεί τελικά πίσω από τις τυπικές, διαδικτυακές μας αράδες.
Το επόμενο πρωί, λίγα λεπτά αφότου είχα ξυπνήσει, χτυπάει το κινητό μου.
Ήταν εκείνος. Χωρίς καμία πρόφαση, χωρίς πολλή σκέψη. Ήταν απλά εκείνος.
Κι εγώ τότε κατάλαβα πόσο πολύ περίμενα αυτό το μήνυμά του. Το χωρίς πρόφαση. Το χωρίς δικαιολογίες.
Τότε κατάλαβα, πόσο πολύ τον περίμενα.
Τότε θυμήθηκα πώς είναι να αυξάνονται οι παλμοί της καρδιάς και να νιώθεις αυτές τις περιβόητες πεταλούδες στο στομάχι.
Τότε συνειδητοποίησα πως η λογική μου με είχε εγκαταλείψει και πλέον ήμασταν μόνοι μας.
Μόνο εγώ κι εκείνος. Και τώρα; Τι κάνουμε τώρα, μου λες;