Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Καθισμένη στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, με έναν ζεστό γαλλικό στο χέρι, τυλιγμένη μέσα στο χοντρό μπουφάν μου και το απαλό λευκό κασκόλ με τις κόκκινες λεπτομέρειες, χαζεύω έξω τον δρόμο.
Έβρεχε. Τα τζάμια από το ταξί είχαν γεμίσει μικρές σταγόνες που κυλούσαν αργά προς τα κάτω. Σχημάτιζαν μέσα τους εικόνες. Άλλες από το παρελθόν, άλλες από το μέλλον, άλλες από το πρόσφατο παρόν.
Η μέρα ξεκίνησε ιδιαίτερα όμορφα, αλλά για κάποιο λόγο η μελαγχολία είχε καθίσει νωχελικά στο δίπλα κάθισμα. Χάζευα τις σταγόνες που κυλούσαν και έβλεπα τις εικόνες να διαλύονται καθώς το αμάξι κινούνταν. Άλλες χαρούμενες, άλλες όχι και τόσο. Κάποιες γεμάτες ελπίδα και άλλες λίγο πιο καταθλιπτικές.
Είδα μέσα τους ανθρώπους που είχα καιρό να δω, που είχα επιθυμήσει. Είδα μέσα τους ανθρώπους που δεν θέλω να ξαναδώ. Είδα σκηνές από το μέλλον, ή έστω όπως φαντάζομαι εγώ το μέλλον. Λαμπερό και όμορφο, ερχόταν σε τόσο αντίθεση με τον ουρανό έξω, μουντός και μαύρος. Είδα εικόνες από το παρόν μου σαν να παίζουν σε επανάληψη και ένα δειλό χαμόγελο σχηματίστηκε με την εικόνα εκείνου του πρωινού.
Η μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη με την κουρτίνα να στροβιλίζεται από τον δυνατό άνεμο, απ’ έξω μπουμπουνητά και αστραπές έσκιζαν την ηρεμία του κατά τα άλλα ήρεμου πρωινού. Άνοιξα τα μάτια μου και γύρισα το βλέμμα μου προς τα αριστερά. Σε είδα να κοιμάσαι έτσι γαλήνια. Τα μάτια σου κλειστά, το πρόσωπό σου τόσο ήρεμο σαν να μην σε βασανίζει τίποτα.
Χαμογέλασα κοιτώντας σε και σαν να με κατάλαβες άπλωσες το χέρι σου και με τράβηξες κοντά σου. Με έκλεισες στην αγκαλιά σου και αργά με ξαναπήρε ο ύπνος.
Η σταγόνα διαλύθηκε και μαζί της διαλύθηκε και λιγάκι η μελαγχολία μου. Πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου και συνεχίζω να κοιτάζω τις σταγόνες μία μία. Κάθε μία και μία εικόνα. Κάθε μία και ένας λόγος να χαμογελάσω ή και να κλάψω. Δεν έχει σημασία. Κάθε σταγόνα μου θύμισε πόσο όμορφη μπορεί να είναι η ζωή αν έχεις πράγματα να θυμάσαι.