Γράφει ο Κωνσταντίνος Καρύδης
Έχεις καταλάβει, αλήθεια, πως η μέρα σου μοιάζει με έναν μαραθώνιο που δεν ζήτησες ποτέ να τρέξεις; Από το πρώτο ξυπνητήρι μέχρι το τελευταίο «πρέπει», κινείσαι σαν άνθρωπος που έχει ξεχάσει γιατί ξεκίνησε. Με το ρολόι κολλημένο στον καρπό και την ψυχή κολλημένη σε μια ατελείωτη λίστα υποχρεώσεων, λες και χρωστάς σε κάποιον τη ζωή σου.
Τρέχεις να προλάβεις τις υποχρεώσεις, τους ανθρώπους, τις προθεσμίες, τα κενά που αφήνουν οι άλλοι πάνω σου. Τρέχεις να μην απογοητεύσεις κανέναν. Να είσαι ο σωστός, ο συνεπής, ο παρών. Να μη χάσεις στιγμή που δεν θυμάσαι καν αν θέλεις πραγματικά. Κι όσο τρέχεις για όλους, εσύ δεν προλαβαίνεις εσένα.
Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, βλέμμα που θολώνει στην πρώτη ευκαιρία, μια κούραση που δε φεύγει ούτε με ύπνο… γιατί δεν είναι το σώμα που κουράστηκε. Είναι ο νους. Είναι η ψυχή σου που έχει να κάτσει να ανασάνει κάτι μήνες.
Και μέσα σε αυτή τη διαδρομή, σε σταματώ για λίγο και σε ρωτάω:
πού πας; Ποιο τέρμα περιμένεις να σου λύσει τα χέρια;
Ποια γραμμή θέλεις να κόψεις τόσο πολύ, που ξοδεύεις τη μια μέρα μετά την άλλη, χωρίς να θυμάσαι αν έζησες ούτε μισή;
Γιατί, ξέρεις… δεν είναι όλα τα βήματα δρόμος. Κάποια είναι φυγή. Κάποια είναι άδειασμα. Κάποια είναι τόσο αυτόματα, που δεν τα νιώθεις καν. Και τότε, πες μου: τι νόημα έχουν;
Κι εγώ, από τη θέση του άντρα που σε κοιτάζει, σου λέω κάτι που δεν θα σου το πουν πολλοί:
σταμάτα λίγο.
Άσε το ρολόι, άσε τα πρέπει, άσε την κούρσα.
Κάτσε για μια στιγμή και δες ποια είσαι. Δες τι θέλεις. Δες τι σε γεμίζει.
Γιατί, όσο κι αν τρέχεις, αν δεν ζεις… δεν έφτασες πουθενά.
