Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Δύο το πρωί, γυρνάω από το αεροδρόμιο.. Πόσες φορές δεν κάναμε τη διαδρομή αυτή ξημερώματα, στο άδειο αεροδρόμιο, να μιλάμε για ώρες ακόμα και σιωπώντας.
Ξημέρωμα των Ταξιαρχών. Ξημέρωμα της γιορτής σου. Ξημέρωμα άλλης μιας μέρας που ισορροπώ στη χαρμολύπη.
Θα γιόρταζες εσύ. Γιορτάζει ο γιος μου.
Κι αυτά τα χρόνια πολλά, που αιωρούνται.
Τα χρόνια πολλά που δεν σου πα… είναι αυτά που πονάνε πιο πολύ. Εκείνα που δεν ειπώθηκαν, που έμειναν να στροβιλίζονται στο στόμα μου σαν κόμπος, σαν ανάσα που δεν βρίσκει διέξοδο. Εκείνα που γράφτηκαν στο μυαλό, αλλά δεν βγήκαν ποτέ απ’ τα χείλη. Γιατί δεν ήξερες ποτέ να λες “αντίο”, κι εγώ δεν έμαθα ποτέ να ζω με σιωπές.
Ο αριθμός τους τηλεφώνου σου, ακόμα στο κινητό μου, ακόμα στις ταχείες κλήσεις. Η λέξη που δεν ξεστομίζεται πια… εκείνο το “μπαμπά”, που οχτώ χρόνια τώρα λείπει. Όχι εσύ. Η λέξη λείπει. Το άκουσμά της, ο ήχος που κάποτε έκανε το σύμπαν μου άλλοτε να χαμογελά κι άλλοτε να συννεφιάζει.
Ποτέ δεν υπήρξαμε ιδανικοί. Υπήρξαμε όμως μέσα από τα λάθη μας, αληθινοί και παρόντες. Εσύ είσαι εδώ. Είσαι στο βλέμμα μου όταν ζορίζομαι να κρατήσω τα δάκρυα. Είσαι στο πείσμα μου, όταν λέω “θα τα καταφέρω μόνη μου”. Είσαι μέσα μου να μου θυμίζεις, “ψηλά το πηγουνάκι” στα ζόρια. Είσαι στα βράδια που μ’ έμαθες να μην τα φοβάμαι, στις σιωπές που πλέον ξέρω να διαβάζω.
Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, κάτι μέσα μου ανασαίνει λίγο πιο βαριά. Όχι από λύπη, από νοσταλγία. Από εκείνη την αίσθηση πως αν μπορούσα έστω για λίγο να σε αγκαλιάσω ξανά, θα έκλεινα μέσα σ’ εκείνο το δευτερόλεπτο όλα όσα δεν ειπώθηκαν. Όλα τα “σ’ αγαπώ” που έγιναν σιωπή. Όλα τα “είχες δίκιο” που δεν πρόλαβα να παραδεχτώ. Όλα τα “γαμώτο” που δεν πρόλαβα να σου πω.
Ξέρεις τι λείπει τελικά; Όχι οι στιγμές. Αυτές μένουν. Ακόμα κι αν ξεθωριάζουν, βρίσκουν τρόπο να σε τρυπούν εκεί που δεν το περιμένεις. Ένα τραγούδι, μια μυρωδιά, ένας τύπος στο δρόμο με τα ίδια γυαλιά, το ίδιο βλέμμα. Λείπει η δυνατότητα να τα μοιραστώ ξανά μαζί σου.
Κι έτσι, κάθε φορά που κάτι “με φέρνει” σ’ εσένα, θυμώνω. Θέλω να τσακωθούμε. Θέλω να σου πω πως μ’ εκνεύριζες με την ξεροκεφαλιά σου. Πως πάντα ήθελες να έχεις δίκιο. Και μετά γελάω. Γιατί αυτή η φωνή μέσα μου, η δική σου, μου θυμίζει ότι, τελικά, δεν έφυγες ποτέ.
Λείπει η λέξη, όχι εσύ.
Εσύ είσαι εδώ. Σε κάθε ανάσα που παίρνω και σε κάθε “μπαμπά” που δεν ειπώθηκε, αλλά ακόμα ψιθυρίζεται μέσα μου.
Όλα καλά..
