Προτιμώ να προδώσω εσένα, παρά τη γυναίκα που πάλεψα να γίνω.

Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Για κάποιους προδοσία, για κάποιους άλλους κουτσουκέλα και για σένα “δεν είναι αυτό που νομίζεις”. Όχι, ρε φίλε. Αυτό ακριβώς που νομίζω είναι. Εγώ δεν είμαι, όμως, αυτή που νόμιζες. Δεν είμαι το κορίτσι που φοράει ροζ πυτζάμες και κάθε βράδυ περιμένει τον πρίγκιπα.
Δεν είμαι η απελπισμένη σαραντάρα, αυτή η “περνάνε τα χρόνια και πρέπει να κάνω παιδί”.
Δεν είμαι όμως ούτε η νοικοκυρούλα που η ζωή της διαδραματίζεται μπροστά σε μια κατσαρόλα που βράζει φασολάδα (και δεν έχω τίποτα προσωπικό με τα φασόλια), που ως ελεύθερος χρόνος της ορίζεται το να βλέπει τηλεόραση αποχαυνωμένη στον καναπέ, ενώ παράλληλα ράβει τρύπιες κάλτσες.
Δεν είμαι εγώ εκείνη που ζει για να είναι η “κυρία του κυρίου”, κλείνοντας στο πατάρι, μαζί με όλα τα ξεχασμένα κι άχρηστα συμπράκγαλα, τον προ γάμου εαυτό της, τις επιθυμίες της και τα όνειρά της.
Ούτε είμαι εγώ εκείνη που ανέχεται να κοιμάται και να ξυπνάει δίπλα στη μιζέρια, στη δήθεν ασφάλεια ενός χαρτιού και των τεσσάρων τοίχων. Εγώ, αν δε σε πειράζει, θα προτιμήσω να ζήσω.
Προτιμώ να προδώσω εσένα, παρά τη γυναίκα που πάλεψα να γίνω.
Προτιμώ να ισχυρίζεσαι πως αρέσκομαι σε κουτσουκέλες, παρά να προσπαθήσω να σε πείσω πως πρόκειται για έρωτα.
Είμαι σίγουρη πως έχεις ξεχάσει πώς είναι να ερωτεύεσαι, αν ερωτεύτηκες ποτέ σου βέβαια.
Προτιμώ για σένα να… μην είναι αυτό που νομίζεις, και για μένα να είναι ό, τι λαχταρώ.
Κάνε εσύ αυτό που πρέπει, κι άσε με εμένα να κάνω αυτό που θέλω.
Ας ζήσει ο καθένας μας τη ζωη που αντέχει. Τη ζωή που του αξίζει. Φεύγω, λοιπόν.
Α, και μη ξεχάσεις να κλείσεις τον θερμοσίφωνα.
Θα ‘ρθει πάλι φουσκωμένος ο λογαριασμός της ΔΕΗ και τώρα δε θα έχεις σε ποιον να ρίξεις το φταίξιμο.
Σε ποιον να φορτώσεις τη μιζέρια της ψυχής σου.
Γιατί η τσέπη σου, μπορεί και να γεμίσει.
Η ψυχή σου όμως;