Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Όσο περνούν τα χρόνια, δεν μεγαλώνεις· ξεφλουδίζεις. Ξεφλουδίζεις από τα περιττά, από τα «πρέπει», από τις προσδοκίες των άλλων που φόρεσες για ρούχα. Κι αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως η ζωή δεν είναι κάτι που προγραμματίζεται· είναι κάτι που σου συμβαίνει όσο εσύ κάνεις σχέδια. Μαθαίνεις να αγαπάς λίγο πιο αργά, να θυμώνεις λίγο πιο ήσυχα, να σωπαίνεις όταν κάποτε θα φώναζες. Δεν είναι αδυναμία αυτό. Είναι σοφία.
Όσο περνούν τα χρόνια, αρχίζεις να σέβεσαι αυτά που ένιωσες. Όχι γιατί ήταν πάντα σωστά, αλλά γιατί ήταν δικά σου. Τα πλήρωσες με ξενύχτια, με δάκρυα, με λάθη που δε θες να ξεχάσεις. Κι όσο κι αν κάποτε τα καταριόσουν, τώρα τους λες “ευχαριστώ”. Γιατί χωρίς αυτά δε θα ήσουν εσύ.
Μαθαίνεις επίσης να σέβεσαι κι αυτά που δεν ξέρεις. Δεν ψάχνεις πια απαντήσεις παντού. Σου αρκεί να έχεις ερωτήσεις. Δεν χρειάζεται να τα έχεις όλα λυμένα· μερικά πράγματα είναι πιο όμορφα όταν μένουν μισά. Κι έτσι, αρχίζεις να κοιτάς τη ζωή με περισσότερη τρυφερότητα. Να μην τα παίρνεις όλα προσωπικά. Να καταλαβαίνεις πως οι άνθρωποι δεν είναι κακοί — απλώς μπερδεμένοι. Κι εσύ μαζί τους.
Όσο περνούν τα χρόνια, μαλακώνεις. Σπάει η σκληράδα σου. Δεν σε νοιάζει να έχεις δίκιο, σε νοιάζει να έχεις ηρεμία. Δεν κυνηγάς να σε αγαπήσουν όλοι, θέλεις απλώς να κοιμάσαι ήσυχα τα βράδια. Και αρχίζεις να μετράς αλλιώς. Όχι τα βήματα που έκανες, αλλά τα χαμόγελα που σου έμειναν. Όχι τα “ποτέ” και τα “πάντα”, αλλά τα “ίσως” και τα “γιατί όχι”.
Αφήνεις χώρο για το απρόβλεπτο. Για εκείνο που δεν ξέρεις ακόμα, αλλά ελπίζεις να έρθει. Δεν βιάζεις τίποτα πια. Κρατάς μόνο μια χαραμάδα ανοιχτή, για όσα δεν έζησες ακόμη.
Γιατί αυτό είναι το πιο όμορφο κομμάτι του να μεγαλώνεις·
να μη φοβάσαι πια το άγνωστο — να του κάνεις χώρο να μπει.