Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Κι έρχεται μια μέρα — πάντα έτσι γίνεται — όχι τότε που το ζητάς, ούτε τότε που νομίζεις ότι είσαι έτοιμος.
Έρχεται εκείνη, σε μια στιγμή αθόρυβη, ένα απόγευμα που τίποτα δεν υπόσχεται κάτι σπουδαίο, μια τυχαία συνάντηση, μια κουβέντα που δεν φαινόταν να κρύβει κάτι.
Και ξαφνικά, όλα αλλάζουν.
Δεν έχει βροντές, ούτε μουσικές, ούτε υποσχέσεις ότι «αυτό είναι το μεγάλο».
Έχει απλότητα.
Ηρεμία.
Και μια σιγουριά που σου τρυπάει το δέρμα και σου λέει: πρόσεξε — κάτι αρχίζει.
Κι εκείνη… δεν σε μαθαίνει τον έρωτα με εκείνο το νευρικό, ανώριμο σφίξιμο που νόμιζες ότι είναι πάθος.
Σε μαθαίνει αγάπη.
Την αληθινή.
Την γήινη.
Την καθημερινή.
Σε μαθαίνει πως δεν χρειάζεται μάχη για να νιώσεις.
Δεν χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα, ούτε να κυνηγάς.
Ηρεμείς.
Ανασαίνεις αλλιώς.
Γίνεσαι άνθρωπος — όχι στρατιώτης συναισθημάτων.
Και τότε καταλαβαίνεις ότι τόσα χρόνια έπαιζες σε λάθος γήπεδο.
Μπέρδευες την ένταση με το βάθος.
Το πάθος με την αστάθεια.
Την έλξη με την ανάγκη να μην είσαι μόνος.
Κι έρχεται μια «εκείνη» και σου μαθαίνει ξανά τους κανόνες.
Ότι ο έρωτας δεν πρέπει να πονάει για να είναι αληθινός.
Ότι η αγάπη δεν είναι κυνηγητό — είναι επιλογή.
Ότι το χέρι που σου κρατάει δεν χρειάζεται να το σφίγγεις για να μην φύγει — μένει μόνο του.
Γιατί θέλει.
Σε μαθαίνει πως η ηρεμία δεν είναι βαρετή.
Είναι το πιο σπάνιο πράγμα.
Και πως να μεγαλώνεις μαζί με κάποιον, είναι πιο μαγικό από το να καίγεσαι για λίγο δίπλα του.
Δεν μοιάζει με όσα ήξερες.
Δεν μοιάζει με όσα είχες.
Κι αν είσαι τυχερός — δεν μοιάζει με τίποτα που πίστευες ότι είναι αγάπη.
Κι έρχεται μια μέρα, μια «εκείνη», και σου δείχνει πως δεν έχασες τον δρόμο — απλώς περπατούσες σε λάθος μονοπάτι.
Και τότε καταλαβαίνεις.
Δεν ήταν ότι δεν ήξερες να αγαπάς.
Ήταν ότι δεν είχες βρει εκείνη που θα σε μάθαινε να ησυχάζεις μέσα στην αγάπη.
Κι αυτό… λέγεται αγάπη.
