Γράφει η Βάσω Θεοδωρίδου
Μπορούσα να αντέξω τα πάντα,όχι όμως να σε χάσω από τη ζωή μου. Άντεχα όλα τα ελαττώματα σου ακόμα και αν αυτά με διέλυαν. Γιατί δεν άντεχα ούτε στη σκέψη να μην είσαι δίπλα μου να σε κοιτάω, να σε αγγίζω και να σου μιλάω.
Ήσουν όλα όσα ήθελα και δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ ότι κάποια μέρα θα τα έχανα και θα εμένα μόνη μου δίχως εσένα στο πλάι μου. Ήσουν η ανάγκη μου, η δόση που έπρεπε να πάρω για να συνεχίσω να υπάρχω.
Το ήξερα πως η σχέση μου μαζί σου ήταν άρρωστη, αλλά δεν ήθελα με τίποτα να δοθεί τέλος σε αυτήν. Ήταν μία σχέση με συνεχόμενα σκαμπανεβάσματα,που άλλες φορές σε κάνει να πετάς στα σύννεφα και να νιώθεις ότι μπορείς να κατακτήσεις όλον τον κόσμο και άλλες σε ρίχνει κάτω στο έδαφος και σε αναγκάζει να συρθείς για να επιβιώσεις.
Παράφορος και παράλογος ήταν ο έρωτας μας που έσκαγε σαν κύμα σε βράχια και έβγαζε αφρούς.
Ήμασταν απαραίτητοι ο ένας για τον άλλον για αυτό και αντέχαμε πάντα τις πτώσεις της σχέση μας.
Σηκωνόμασταν και συνεχίζαμε να προσπαθούμε να κρατήσουμε με νύχια και με δόντια αυτό που νιώθαμε ότι ποθήσαμε όσο τίποτα άλλο στη ζωή μας. Ό,τι και αν γινόταν στην καθημερινότητά μας,όσο καιρό και αν είχαμε να μιλήσουμε πάντα σε κάθε πρόβλημα και χαρά ο ένας έτρεχε στον άλλον για να βρει κατανόηση. Γιατί μέσα μας νομίζαμε ότι μόνο εκείνος θα μας καταλάβει πραγματικά και ότι μόνο εκείνος θα ξέρει πως να το χειριστεί.
Δεν καταλαβαίναμε ότι όλο αυτό μας κάνει κακό και ότι δεν οδηγεί πουθενά. Επιμέναμε σε μια σχέση που μέρα με τη μέρα μας κατέστρεφε και δε μας άφηνε να φύγουμε και να απαλλαχτούμε από όλο αυτό που εμείς δημιουργήσαμε και το ονομάσαμε “αναγκαίο”.
Δε μας άφηνε να δούμε καθαρά ότι η συνέχεια αυτής της σχέσης θα μας άφηνε συναισθηματικά άδειους και το τέλος της θα ήταν η μοναδική μας λύτρωση.