Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Έλα να σου πω γι’ αυτή την περίεργη ράτσα, που λέγεται Πειραιώτισσα.
Δεν την καταλαβαίνεις εύκολα. Θέλει τον χρόνο της. Θέλει να τη δεις, να την ακούσεις, να της δώσεις χώρο να σου δείξει ποια είναι. Γιατί η Πειραιώτισσα δεν φωνάζει για να την προσέξεις. Σε κοιτάει ίσια στα μάτια, σηκώνει ελαφρά το φρύδι και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο έχει ήδη “διαβάσει” ποιος είσαι.
Είναι γεννημένη μέσα στη φασαρία, μα έχει μάθει να αγαπά τη σιωπή της. Έχει θάλασσα στα μάτια και φωτιά στα σωθικά. Ό,τι κάνει, το κάνει ολόκληρα. Δεν ξέρει από “λίγο”. Αν σε αγαπήσει, θα σε αγαπήσει μέχρι τον πάτο. Αν σε βαρεθεί, δεν θα πει ούτε λέξη — απλώς θα φύγει.
Η Πειραιώτισσα έχει μεγαλώσει ανάμεσα σε λιμάνια, σε καφενεία, σε δρόμους με ιστορία. Έχει ακούσει φωνές, έχει μυρίσει αλάτι, έχει δει άντρες να φεύγουν με πλοία και γυναίκες να περιμένουν. Κουβαλάει αυτό το DNA της αναμονής — αλλά δεν περιμένει πια κανέναν. Όποιος αξίζει, μένει. Οι υπόλοιποι, να ’χουν καλό ταξίδι.
Κι αν αυτό που μπορείς να της προσάψεις είναι ο.. τοπικισμός της, εκείνη το έχει καμάρι. Θα ψάξει ό,τι χρειάζεται γύρω της, και δεν θα την ακούσεις ποτέ να λέει ότι είναι.. Αθηναία! Ζει ακόμα, σ’αυτό που για εκείνη είναι η γειτονιά της..
Οι βόλτες της, ήταν στην Πασαρέλα, και τα ραντεβού στο Σκάκι και στο Ρολόι, κι οι νύχτες της, στον Φάρο στη Ζέα – πριν γίνει “της μόδας”-. Έζησε τον Πειραιά τότε που μύριζε θάλασσα, γιασεμί και αγωνία. Που τα ραντεβού δεν κανονίζονταν με μηνύματα, αλλά με βλέμματα. Που το “σ’ αγαπώ” λεγόταν με μπρίο, χωρίς φίλτρα και hashtags.
Ξέρει να αγαπάει με τρόπο παλιό. Όχι με υποσχέσεις που διαρκούν ένα story, αλλά με συνέπεια που κρατάει χρόνια. Δεν ζητάει πολλά — μόνο αλήθεια. Θέλει να μπορεί να σε κοιτάει χωρίς να ψάχνει αν της λες ψέματα. Κι αν της μιλήσεις με καθαρότητα, έχει για όλους συγχώρεση. Όμως αν τη γελάσεις, μην περιμένεις δεύτερη ευκαιρία. Σου χαμογελάει, σου εύχεται καλό δρόμο και συνεχίζει. Έτσι απλά.
Η Πειραιώτισσα έχει καρδιά μάνα και ψυχή αλήτισσα. Θα γελάσει δυνατά, θα βάλει μουσική, θα χορέψει στη μέση του δρόμου. Κι αν τη δεις να δακρύζει, μην την πλησιάσεις. Άστη λίγο μόνη της. Ξέρει να σηκώνεται. Ξέρει να ξαναγεννιέται.
Γιατί, βλέπεις, αυτή η ράτσα δεν πεθαίνει ποτέ.
Μόνο σωπαίνει για λίγο, κοιτάζει τη θάλασσα,
κι ύστερα ξαναπιάνει τη ζωή απ’ την αρχή.
