Γράφει η Λίνα Παυλοπούλου
Κάθαρση…
Ανοίγεις και κλείνεις τους κύκλους της ζωής, μα το ίδιο κενό μένει να συντροφεύει.
Για λίγο ξαποσταίνεις, για λίγο συντροφεύεσαι όπως ζητάς, μα πάλι πιστή σαν Πηνελόπη κολλάς με τον δικό σου Οδυσσέα.
Αυτόν τον θυμό που καίει τα σωθικά και σου θυμίζει την απογοήτευση που κέρασαν οι άνθρωποι.
Κι εσύ επιμένεις να πίνεις το πικρό κρασί του, αντί να το αφήσεις στο κελάρι να μεστώσει τους καρπούς του.
Απ’ το λαιμό σε έχει πιάσει και δεν σ’ αφήνει να δεις με άλλο μάτι ότι έχει συμβεί.
Μια και δυο, επαναλαμβάνεις το ίδιο σενάριο, ξεχνώντας πως γεννήθηκες πρωταγωνιστής και όχι κομπάρσος.
Τι κι αν τα μέσα σου το ξέρουν, τι κι αν κάποιοι στο καθρεπτίσουν, εσύ εξακολουθείς ακόμα κολλημένος μαζί του.
Σαν μια τσίχλα αηδιαστική, πολυμασημένη που κόλλησε στα παπούτσια σου και δεν μπορείς να τη βγάλεις.
“Εσύ κι εγώ είμαστε ένα”, σου φωνάζει ο θυμός σου κι όσο σου φωνάζει άλλο τόσο θες με μανία να τον ξεριζώσεις.
Μα γυρεύεις λευτεριά και κάθαρση να δώσεις στα σωθικά σου, γυρεύεις άνεμο, φτεράνεμο που παίρνει μακριά τις αντάρες και φέρνει ανθίσματα ανάσας.
Ανάσα βαθιά, σταθερή, ήρεμη και όχι ρηχή και αποπροσανατολισμένη.
Γυρεύεις βάθος στην επαφή και λύτρωση στο χάδι.
Να γεννηθείς απ’ τις στάχτες σου, να νιώσεις λέφτερος απ’ τα δεσμά που σου δέσαν τα χέρια και τα πόδια.
Και πες μου τώρα εσύ Οδυσσέα που καμώνεσαι για έξυπνος, πως μπορείς να με κρατήσεις δέσμια με δυο σχοινιά ανεπαίσθητα που λογαριάζεις για αλυσίδες;
Αφού όλα τα έφτιαξε το μυαλό μου, αυτό και θα τα λύσει.
Άλλα παπούτσια θα φορέσω, ψηλά τακούνια κι αγέρωχη θα περπατώ για τις κορφές εντός μου.
Τα δυο φτερά που κάρφωσες στην πλάτη μου, κοίτα πως θα τ’ ανοίξω.
Μακριά σου κοίτα πως είμαι έτοιμη να υπάρξω, χωρίς ψεύτικα δεσμά και υποσχέσεις χιλιοειπωμένες, μα ανεφάρμοστες.
Τώρα ή ποτέ!
Φωτιά που καθαρίζει χωρίς να κατακαίει.
Άνεμος ούριος που ανοίγει τα φτερά μου.
Γη εύφορη και γόνιμη που διψά για το σποράκι.
Κοίτα με τώρα και καμάρωσε το έργο σου Οδυσσέα.
Μόνο στην ελευθερία γεννιέται και ζει ο άνθρωπος, εκεί και θα πεθάνει.
Λεύτερος και ζωντανός γεμάτος δύναμη και καλοσύνη!
Μέριασε από μπροστά μου να περάσω.
Έχω δυο φτερά να κουβαλήσω, μια ελεύθερη ζωή να ζήσω και μια στιγμή για να το αποφασίσω.
Όταν σημάνει η κάθαρση, σημαίνει και το τέλος.
Μα κάθε τέλος μια αρχή!
Αρχή να ανταμώσουμε κομμάτια της ψυχής μου χωρίς τους δεσμοφύλακες του πόνου και του φόβου.
Τις αλυσίδες που κρατάς, κράτα τες να με θυμάσαι.
Γιατί για με δεν είναι αυτές.
Εγώ ανήκω στις λεύτερες που αντέχουνε την κάθαρση.
Αντίο Οδυσσέα, μην μπεις στον κόπο να με ψάξεις.
Και να το θες πολύ, δεν θα με βρεις.
Τους “τρελούς” αυτού του κόσμου, ο Θεός τους γέννησε λεύτερους κι έτσι θα πορευτούνε!