Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Προσπαθώ, προσπαθώ να βρω τη χαρά που έχασα. Ψάχνω να βρω,
ψάχνω να δω μα είναι εδώ είμαι σίγουρη. Ίσως να είναι κάπου εκεί στα
βαθιά μου σκοτάδια, εκεί που την άφησα, εκεί που την έθαψα, μαζί με
εκείνο εκεί το κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια στα μαλλιά, εμένα, εκεί που έδωσα
την ψυχή μου και άφησα πίσω το εγώ μου, το κορμί μου, το μυαλό και με
όλα εκείνα τα μου που με έκαναν χαρούμενη, με εκείνο το χαμόγελο που
έκανε τα μάτια μου να γυαλίζουν, που έγνεφαν την ομορφιά μου, με το
βάδισμα όρθιο, καμαρωτό να κοιτά τον ουρανό και να βλέπει το αισιόδοξο
μέλλον.
Φταις, ήταν η φωνή που άκουσα να με χαστουκίζει μπας και ξυπνήσω για
μια ακόμη. Τα δάκρια έτρεχαν χωρίς προειδοποίηση, καυτά επάνω στα
ροδαλά ακόμα μάγουλα μου. Η φωνή συνέχιζε μα ετούτη τη φορά
ψιθυριστά, να λέει και να λέει. Το κορμί πήγαινε, η ψυχή ένιωθε, νέα, πολύ
νέα και ήθελε να τα σαρώσει όλα όπως πάντα μα εγώ… Εγώ έψαχνα να
βρω την χαμένη μου χαρά. Κοίτα, είμαι εδώ μου φώναζε, βρες όπως
πάντα, εσένα, εσένα ναι!
Είσαι νέα, είσαι η καλύτερη, είσαι όμορφη, τα μάτια σου πετάνε σπίθες.
Τι περιμένεις; Γιατί;
Μην περιμένεις…
Φταις. Ξύπνα.