Γράφει η Λιάνα
Έρχεται αθόρυβα. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς να το περιμένεις. Πρώτα ξυπνάς ένα πρωί και σα να έχει γίνει ο αέρας πιο καθαρός, σα να μοιάζει ο ήλιος να έχει αποκτήσει ξανά την πραγματική του λάμψη. Ανοίγεις την πόρτα, βγαίνεις μια βόλτα κι άξαφνα μπορείς και πάλι να χαμογελάς στους ανθρώπους. Μιλάς, συναναστρέφεσαι, αρχίζεις λίγο λίγο να διακρίνεις μέχρι και ότι μπορείς να εμπιστευτείς ξανά.
Το βάρος στο στήθος σου, εκείνο που για καιρό σου έκοβε την ανάσα, αρχίζει να γίνεται πιο ελαφρύ. Μέρα με τη μέρα ανακτάς δύναμη και κουράγιο, σε μικρές δόσεις. Κι εκεί που ήσουν ανένδοτη στο να ξανανοίξεις τη ψυχή σου, αντιλαμβάνεσαι πως έχεις ανάγκη να μοιραστείς πάλι σκέψεις, εμπειρίες. Να ακούσεις κι άλλες απόψεις, να γνωρίσεις νέους ανθρώπους, χωρίς να γίνεσαι αγρίμι στην ιδέα πως σε πλησιάζουν.
Μα η πιο όμορφη στιγμή, η ανεκτίμητη και πολύτιμη, έρχεται σε μια ώρα μοναξιάς, σε μια ώρα που είσαι εσύ κι ο εαυτός σου. Με αφορμή μιας προσπάθειας να κάνεις ταμείο και ανακαλύπτοντας πως όσα ανέχτηκες, άφησαν γύρω σου ερείπια και στάχτες. Εκείνη ακριβώς την ευλογημένη στιγμή, ακούς μέσα στο μυαλό σου, τη δική σου φωνή, την ίδια σου την ύπαρξη, να φωνάζουν «Είμαι εδώ!». Κι η δύναμη αυτής της κραυγής, είναι τόσο ισχυρή και μαγική, που αισθάνεσαι ότι βλέπεις να περνούν μπροστά από τα μάτια σου, ανακατεμένα, αποτυχίες, ψέματα, χαμένες αγάπες, νεκρά όνειρα, προδοσίες κι όλα μαζί να γίνονται καπνός και σιγά σιγά να χάνονται απ’τον ορίζοντα σου.
Όσο έπεσες, έπεσες κι όσο έμεινες γονατιστή διδάχτηκες. Και τώρα είσαι όρθια, ζωντανή, με ένα ακόμα σημάδι, μα πιο σοφή. Κάνεις δεν μπορεί να καυχηθεί πως έζησε, αν δεν έχει ματώσει ούτε μια φορά. Τα χαστούκια της ζωής σε διδάσκουν τελικά πως, όχι, δε θα γυρίσεις ποτέ και το άλλο μάγουλο. Κράτα λοιπόν ότι καλό υπήρξε απ’ τα παλιά και με το κεφάλι ψηλά, πατώντας γερά στα πόδια σου, ξεκίνα το νέο ταξίδι σου. Την αναγεννημένη ζωή σου. Που ξέρεις; Ίσως σ’ αυτή να σε περιμένει η γαλήνη κι η ανιδιοτελής αγάπη που τόσο σου έλειψαν. Καιρός για ειρήνη με το παρελθόν…