Θέλεις. Παραδέξου το και μη μας ζαλίσεις φθινοπωριάτικα κλωσσίτσα μου.
Και δεν είναι ότι κάθεσαι για λίγο στον απαυτό σου μπας και καταλάβεις ότι από το πολύ μπλα-μπλα το μικρό εγκεφαλικό φλερτάρει την ύπαρξή σου, συνεχίζεις με τέτοιο πάθος που στο τέλος θα ξεχάσεις και πως σε λένε.
Πως σε λένε αλήθεια;
Έχουν όνομα οι απανταχού κουτσο(υρο)μπόληδες οεο;
Οι άνθρωποι μιλάνε πολύ. Μικροί, μεγάλοι, μικρομέγαλοι.
Γουστάρουν την αυλή παιδί μου, είναι στο DNA τους. Τι ώρα ξύπνησες, πόσες κουτιαλές ζάχαρη βάζεις με το καφέ σου, έκοψε τελικά η μαρέγκα και τα τοιαύτα.
Και πες καλά ως εδώ, λίγο οι γιαγιάδες μας, λίγο οι μανάδες, λίγο ο ελληνάρας που κρύβουμε όλοι μέσα μας, που θέλει να ξέρει και τι χρώμα σώβρακο φορά ο διπλανός του, πες εντάξει, σε αγνοώ και άντε τράβα κλώσσησε ολίγον παρα πέρα.
Με τους αρχιτσαλαπετεινούς και τις περδικοτσουράπες τι γίνεται, μου λες;
Με αυτούς, που από την κριτική, μεταπήδησαν εθελούσια και χωρίς την έγκριση των ενδιαφερομένων, στην επίκριση και την μικροκρέπεια του «ζειν», πόσο υπομονή πια να κάνεις καλέ μου μανιτού;
Και να ξεκαθαρίσουμε το εξής: το να κρίνεις μια κατάσταση, αναλύοντας -και μόνο αν σε παίρνει, αφού έχεις λάβει γνώση και συνείδηση- στοιχεία, χαρακτήρες, αποφάσεις, εκσφενδονίζοντας μια συμβουλή και στο τέλος είναι άλλο.
Μη μπουρδουκλώσετε πάλι μετά της γλώττης σας και τα μπούτια σας.
Την ελευθερία του λόγου δεν σας την έκλεψε κανείς.
Την ντυθήκατε υπνόσακο τεσσάρων εποχών και όποιον πάρει ο χάρος.
Μείνατε ακόμα στα παιδικά τερτίπια και το σπασμένο τηλέφωνο, το έχετε κάνει πια χίλια κομμάτια.
Και μην τα ρίχνετε σε τρίτα στρατόπεδα, ο στόμας όταν ανοίγει μπορεί να γίνει βελούδινο μαντήλι για να σκουπίζει και λίγο τον ιδρώτα του άλλου ή πολυβόλο πλήρως αυτόματο και με αυτοτροφοδοτούμενη θαλάμη.
Όχι, δεν ξεχωρίζω κανέναν. Άντρες γυναίκες, όλοι στον ίδιο βαθμό μικροπρέπειας είμαστε ικανοί να φτάσουμε.
Απλά οι άντρες κάποια στιγμή σταματάνε. Και μετά μπορεί να ξεχάσουνε κιόλας, γιατί είναι στη φύση τους να μην υπερφορτώνουν την καμπούρα τους με περιττές συναρτήσεις πληροφοριών.
Μην θίγεσαι θηλυκό κλωσσοπούλι, έτσι είναι και ας το τραβάς απ’τα μαλλιά για να μας πείσεις για το αντίθετο.
Σηκώνεις το τηλέφωνο, έχεις ανοίξει το λάκκο από προχθές και ξεκινάς μέχρι την υπεχείλιση του βόθρου.
Είναι μια μορφή κανιβαλισμού το κουτσομπολιό, τέλος.
Αφού τριφτείς με τ’ άντερά σου γιατί δεν σου κάθεται το γκομενάκι ή το φιλαράκι που θες να αποκτήσεις, βάζεις πλώρη λασπολογίας, παίζοντάς το ταυτόχρονα και ταπεινό χαμομηλάκι.
Γιατί βεβαίως βεβαίως, εσύ την αλήθεια θέλεις να πεις/να μάθεις, σκοπός σου είναι να ξεστραβωθεί ο άλλος ή απλά να τον στριμώξεις πλαγιομετωπικά.
Και έτσι καταντάς να ζεις με την επίφαση της ύπαρξής σου, γιατί τονώνεις το ηθικό σου με το να μειώνεις αυτό του άλλο.
Ποιο ηθικό δηλαδή;
Kαι αυτό θα ψάχνεις να το βρεις το βράδυ που θα σου χτυπάν την πόρτα οι ενοχές, γιατί να ξεφύγεις αποκλείεται.
Ουδέν κρυπτόν υπό του ηλίου, ποιά είσαι εσύ να του ξεφύγεις κανιβαλάκι μου;
Θα ξυπνήσεις μια μέρα και η μοναξιά σου θα γίνει τέτοιο παγόβουνο, που μάλλον θα γλίτωνε ο Τιτανικός στο διάβα του γιατί θα σ’έκοβε από μίλια μακριά να στέκεσαι ορθό και απόρθητο.
Γιατί αυτό φοβάσαι, να μην πλησιάσει κάποιος τα ενδόμυχά σου και σέρνεσαι ωσάν ουροβόρος όφις, που τελικά μόνο την ουρά του θα καταφέρει να φάει.
Η χείριστη μορφή μικροπρέπειας είναι αυτή της μέδουσας-κουτσομπόλας.
Το παίζει αθώα, χρωματιστή κουνάμενη συνάμενη βολτάρει στη σιωπή (και καλά), έχει έτοιμο το κεντρί της και αν την μετακινήσεις λίγο από την βάση της, σε πήρε και σε σήκωσε.
Είναι αυτή, που «μισεί το κουτσομπολιό», είναι κιουρία περήφανη με το κραγιόν λίγο στραβά βαλμένο ή καθόλου, λιγομίλητη και με αυτιά γιγαντοοθόνες για να ρουφήξει τα πάντα γύρω της.
Μη χάσει πληροφορία και δεν πετύχει το ρυζόγαλο! Θα κλαίει ολονυχτίς.
Πάντα στεκόμουν με δυσπιστία στο ρήμα «μισώ». Συνήθως κρύβει μέσα σου ένα «λαχταρώ».
Μην τρελαίνεστε κλωσσίτσες μου και πετεινάρια με κίτρινα λειριά.
Αφεθείτε και λίγο στην άγνοια, ξεσκονίστε λίγο τον εαυτούλη μας και μειώστε τα κοντέρ σας μπας και μειώσουμε την εκπομπή καυσαερίων.
Gossip is easy, truth is hard.
Γράφει η Ξένια Μπολομύτη
Πηγή