Μαράθηκαν τα σ’ αγαπώ.

Γράφει η Γαρυφαλιά Μοίρα
Μία γλάστρα φύτεψες μπροστά, έναν γλυκό Οκτώβρη, με γέλια χάδια και φιλιά, για να μην είναι μόνη.
Κάθε πρωί την πότιζες με το χαμόγελό σου και τα μπουμπούκια επρόβαλαν με αυτό το σ αγαπώ σου.
Ο ήλιος σαν ανέβαινε και ζέσταινε η πλάση, κοντά της γύρναγες ξανά μία μιλιά να στάξεις.
Παιχνίδια έκανε πολλά και οι ρίζες της θεριεύαν, όλο και πιο βαθιά στο χώμα.
Μα σαν φεγγάρι έβγαινε τα φύλλα κατέβαιναν και τα μπουμπούκια μια ολιά έγερναν τα καημένα.
Όταν της όμορφης αυγής ερχόταν πάλι ώρα, τον ήλιο έβλεπε ψηλά και άρχιζαν πάλι όλα.
Γέλια, χάδια και φιλιά, ακτίνες στροβιλίζαν, μέσα στα φύλλα της χαράς, δύο μάτια λαμπυρίζαν.
Τι μυρωδιές ήταν αυτές και την πνοή του ανέμου, που γέμισαν σιγά-σιγά πουλιά που κελαηδούσαν, δεν έφευγαν από κει κοντά γιατί τα βοηθούσαν, να ζουν και αυτά ειρηνικά.
Αχ! Πόσο σ’ αγαπούσαν.
Πέρασαν χρόνια δύο, και πάλι Οκτώβρης μπήκε, μα ξεχασμένη από καιρό και μόνη πια γερμένη, προσπάθειες κάνει πολλές, να θυμηθεί τα λόγια, κείνα που στάζαν ευωδιές, γέλια φιλιά και χάδια, μήπως μπουμπούκια ξαναδεί να ανθίζουν από τα κομμάτια.
Μαράθηκαν τα σ’ αγαπώ.
Μαράθηκε και βιόλα.
Να στάξει άλλος δεν μπορεί.
Μαράθηκαν πια όλα.