Μάλλον σ’αγάπησα πολύ, και δεν μπορώ να σε έχω..


Γράφει η Κωνσταντίνα Σταμπουλή
Η αγάπη είναι μια έννοια πολυδιάστατη, που απλώνει τα κλαδιά της περιμετρικά και χώνει τις ρίζες της βαθιά. Υπάρχει κι όταν ο άνθρωπος δεν υπάρχει, ακούγεται μέσα σε τόνους σιωπής και ξεχωρίζει ανάμεσα στους θορύβους. Μπορεί να εκδηλωθεί με αμέτρητους τρόπους, μπορεί να φορέσει άπειρες λέξεις, να γεννήσει θαύματα, να θρέψει παιδιά, να κοιμίσει τραύματα, ν’ αναστήσει ψυχές.
Θα τη βρεις μέσα σε στίχους και σε τραγούδια, θα τη βρεις μέσα σε αγκάθια και σε λουλούδια, θα τη βρεις στον αέρα, στο νερό, στη φωτιά… Θα τη βρεις μέσα σε βιβλία, σε ταξίδια, σε κατσαρόλες και σε ταψιά. Θα τη βρεις σε τοίχους, σε δρόμους, σε τρένα, σε πλοία, σε σένα, σε μένα, στον γείτονα, στην καθηγήτρια. Σε όνειρα, σ’ ελπίδες, σε θάλασσες, σε καταιγίδες, σε ιδέες, σε πράξεις. Θα τη βρεις σε κανόνες, θα τη βρεις σ’ εξαιρέσεις, θα τη βρεις σε θρησκείες και σε αιρέσεις… Θα τη βρεις μέσα στον χρόνο, στον βασιλιά, στον φτωχό.
Σου εγγυώμαι ότι θα τη βρεις, μα δεν ορκίζομαι ότι θα τη δεις. Γιατί πολλές φορές, το αυτονόητο, το μάτι δεν το πιάνει. Γιατί ο εγωισμός την πολεμάει, η ζήλια τη θάβει, η ανασφάλεια την παραπλανεί. Γιατί ο άνθρωπος, πολλές φορές, δεν την αντέχει, γιατί δεν την έμαθε ή γιατί δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει. Τη βάπτισε μ’ άλλο όνομα, της έδωσε άλλη σημασία. Την παίδεψε την αγάπη ο άνθρωπος, όσο κανείς.
Σ’ αγάπησα πολύ, να ξέρεις! Κι αν δεν θυμάσαι, θα σου φανερώσω απόψε, αστείες λεπτομέρειες που θα κάνουν αισθητή, εκείνη την αγάπη, που άπλωσε κι απλώθηκε γύρω μου, μέσα μου και στο «παντού» μου… Τις νύχτες ξυπνούσα και σε χάιδευα, τις μέρες σου τραγουδούσα. Περίμενα στην εξώπορτα, να δω πότε θα φανείς. Δεν ήθελα τίποτα από σένα και μέσα σε αυτό το τίποτα, έκρυβα τον διαφορετικό εαυτό μου, μην τύχει και τον συγκρίνεις με κάτι κοινότυπο και ίδιο.
Το κορμί μου ετοιμοπαράδοτο στα χέρια σου και μόνο. Το λικέρ φουντούκι, μια συνήθεια υιοθετημένη, για να καθίσεις στον καναπέ, να σε κοιτάξουν τα μάτια μου, λίγες στιγμές ακόμα. Δεν γεννήθηκαν μέχρι σήμερα οι λέξεις, που να μπορούν να δηλώσουν στο ακριβώς, τον πόνο μου κάθε φορά που έφευγες, που μ’άφηνες μόνη μου, μα δεν είχα τα κότσια να διεκδικήσω λίγο παραπάνω από σένα. Και πριν ξεγελαστείς και νομίσεις ότι ήταν από υπερηφάνεια, θα σου πω ότι κι αυτό αγάπη ήτανε, γιατί σ’αγαπούσα τόσο, που δεν μπορούσα να σου στερήσω ούτε τη δέσμευση ούτε την ελευθερία.
Μεταξύ Λευκού Πύργου κι Ακρόπολης, σκαρφάλωσα στον Κολοσσό, εσένα να δω. Κι από όποιο τοπίο και να’κλεψα λίγη θέα, ήταν πιο ωραία, μαζί σου όταν τη θαύμασα… Και κοίτα να δεις, μου μίλησαν για «χαμένες αγάπες», από αυτές τις ανεκπλήρωτες, που πέρασαν απ’τη μια ζωή στην άλλη, κι ακόμα δεν βρήκαν τόπο να στεριώσουν, γιατί τα εισιτήρια διάλεξαν άλλους προορισμούς… Καλό ταξίδι, αγάπη μου, μάλλον σ’αγάπησα πολύ, για να μπορώ να σ’έχω…