Κατάφερες να είσαι, εκείνος που δεν θα ξεχαστεί


Γράφει η Demi
Όφειλα στον εαυτό μου να γράψω κάποτε για σένα. Όφειλα να μεταφέρω σε λέξεις όλα όσα ένιωσα και βίωσα μέσα στη ψυχή και στο μυαλό μου. Σε ερωτεύτηκα παράφορα. Απόλυτα. Κτητικά. Είχες καταλάβει κάθε κύτταρο του εγκεφάλου μου, είχες μπει σαν καταιγίδα στη ψυχή και στο κορμί μου, στις αισθήσεις μου , που πλέον δεν έβρισκαν τρόπο να καταλαγιάσουν από την ανυπόφορη απουσία σου. Η σιωπή και οι άδειες μέρες που περνούσαν, με έκαναν άλλοτε να σε ερωτεύομαι περισσότερο και άλλοτε να σε μισώ. Να μισώ τον εαυτό μου που δεν κατάφερνα να σε ξεκολλήσω από μέσα μου, να καταφέρω να κάνω λίγο χώρο για έναν επόμενο.
Κατειλημμένα όλα. Ψυχή, σκέψη και κορμί, παραδομένο στην επιθυμία και σε μια μόνιμη αναμονή για λύτρωση. Σε μια μόνιμη αναμονή να ξεδιψάσει πάνω στα χέρια σου, στην αφή και το κορμί σου. Δεν έπιασα απλώς κόκκινο, έζησα την κόλαση την ίδια, του να καίγεσαι από έρωτα και πάθος. Με ένα πάθος που ήταν τόσο δυνατό, που με την ίδια δύναμη που σε είχα ερωτευτεί και εν τέλει αγαπήσει, με το ίδιο πάθος σε μίσησα.
Η απόγνωση της απουσία σου, μέρα με τη μέρα με κατέστρεφε. Σε έφερνα στο μυαλό μου και η μοναδική μου παρηγοριά ήταν οι φωτογραφίες σου και η μουσική. Τα γραπτά που δεν διάβασες, οι σκέψεις και τα δακρυσμένα χαρτιά μου, κάηκαν με ένα σπίρτο όπως καιγόμουν μέσα μου και εγώ.
Τα σκίτσα και οι ζωγραφιές που με τόσο πάθος ζωγράφιζα, δεν θα φτάσουν ποτέ στα χέρια και την κατοχή σου. Τα τραγούδια που σου έγραψα και οι μελωδίες που βγήκαν μέσω της ψυχής μου πάνω στα πλήκτρα, ποτέ δεν ακούστηκαν σε σένα. Και αναρωτιέμαι πολλές φορές. Αν όλα αυτά τα έβλεπες, τα άκουγες ,τα διάβαζες, πως θα αισθανόσουν. Ένα μόνιμο παράπονο, θαρρείς πως ήμουν μωρό παιδί. Γιατί; Γιατί λείπεις;
Γιατί ήσουν μακριά μου ενώ σε χρειαζόμουν; Γιατί εκτός από την καταιγίδα και τον χείμαρρο των συναισθημάτων μου είχα να σου δώσω ακόμα τόσα πολλά. Και εσύ απλά σαν μακρινός θεατής, υψώνοντας τείχη, με άφησες νηστική από ενδιαφέρον και αγάπη.
Με άφησες να ζητιανεύω για λίγη προσοχή, για λίγη αγάπη, θαρρείς και ήμουν ένα αδέσποτο σκυλί. Υπήρξαν στιγμές που σε ένιωσα δίπλα μου , αόρατα να βρίσκεσαι διακριτικά κοντά μου, αλλά δεν μπορούσα να σε αγγίξω. Θαρρείς και οι ενέργειες και οι σκέψεις μας συγχρονιζόντουσαν. Άλλοτε τα έλεγαν σαν παλιοί φίλοι, άλλοτε βριζόντουσαν και άλλοτε μισούσαν με το ίδιο πάθος που τα κορμιά μας γινόντουσαν ένα και άλλοτε απλά ήρεμα και γαλήνια, ακουμπούσαμε τις σκέψεις μας και τις αλληλεπιδράσεις μας για να νιώσουμε ξανά την χαμένη αγάπη, που θυσιάσαμε μέσα από τα λάθη και τον απερίγραπτο εγωισμό μας. Δεν με ερωτεύτηκες ποτέ σου. Εγώ όμως ναι.
Παράφορα και απόλυτα. Σε βαθμό τόσο επικίνδυνο που έπαιζα στα όρια της τρέλας. Δεν φτάνει ούτε για δείγμα ένα γραπτό μου για να μεταφέρω το συναίσθημα που βίωσα μαζί σου. Αλλά όπως και να έχει , θα κλείσω με ένα ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ για τον πόνο που με κέρασες, τότε υπέφερα και σε σιχτίριζα κάθε μέρα, δυστυχώς ακόμα το κάνω κάποιες φορές από αγανάκτηση για όλα όσα πέρασα και περνάω. Σήμερα είμαι πολύ πιο δυνατή και ώριμη χάρη σε σένα.
Σ’ ευχαριστώ που πέρασες από την ζωή μου και ένιωσα τον έρωτα στο πετσί μου. Ήσουν η αφορμή να ξυπνήσω και να ξανασυστηθώ με τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
Σε έναν καθρέφτη που παραλίγο κάποιες φορές να τον σπάσω για αυτά που γινόμουν και άλλες φορές με υπερηφάνεια κοιταζόμουν γι’ αυτό που έβλεπα. Μου λείπεις και αυτό με πονάει, με ενοχλεί πολύ. Αλλά έχω βρει έναν τρόπο να σε κάνω αθάνατο μέσα μου, να σε κουβαλάω και να σε νιώθω σε όλες σου τις μορφές για να μην ξεχαστείς. Γιατί αυτό είναι το μόνο σίγουρο πια. Πως στο πέρασμα των χρόνων δεν θα ξεχαστείς, αλλά θα βρίσκεσαι πάντα μέσα μου σαν ένα με μένα.