Δεν θέλω να γίνω “μεγάλος” όταν μεγαλώσω.

February 8, 2017
3 Mins Read
34 Views

Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος

Θεέ μου, δως τους φώτιση!
Είναι κακοί, οι μεγάλοι άνθρωποι.
Τους φοβάμαι! Γιατί στο βλέμμα τους έχουν μια απειλή. Γιατί χαμογελούν ψεύτικα.
Γιατί η κακία τους παραμορφώνει τα πρόσωπα και μοιάζουν με τέρατα στα παιδικά μου ματιά. Και ξέρεις κάτι;

Εγώ ξέρω να βλέπω, έμαθα  να ξεχωρίζω τους καλούς από τους κακούς.
Δεν αγαπούν οι μεγάλοι άνθρωποι.
Αν αγαπούσαν θα το ήξερα, θα το ένιωθε η ψυχή μου. Θα μου το έδειχναν. Αν αγαπούσαν οι μεγάλοι άνθρωποι, δεν θα γκρέμιζαν τον κόσμο μου. Δεν θα τσάκιζαν τα όνειρα μου. Δεν θα με έκαναν να κλαίω. Δεν θα με άφηναν μόνο  μου.  Θα με άφηναν  να παίξω οι μεγάλοι άνθρωποι.

Πόλεμο παίζουν οι μεγάλοι άνθρωποι.
Και εγώ έπαιζα πόλεμο με τους φίλους μου, αλλά ο δικός μου ήταν αλλιώτικος.
Οι μεγάλοι άνθρωποι ρίχνουν βόμβες. Πολύ θόρυβο κάνουν οι βόμβες τους, και γκρεμίζουν  σπίτια. Οι μεγάλοι άνθρωποι, έχουνε όπλα που ρίχνουν σφαίρες, και αυτές οι σφαίρες τους βγάζουν το αίμα των άλλων ανθρώπων. Το έχω δει εγώ!

Καθόλου δεν μου αρέσει ο πόλεμος που παίζουν οι μεγάλοι άνθρωποι.
Το μαύρο χρώμα και το σκοτάδι αρέσει στους μεγάλους ανθρώπους.
Έμενα αυτό το χρώμα καθόλου δεν μου αρέσει. Εγώ το σκοτάδι το φοβάμαι. Μου θυμίζει το μαύρο κουτί, που φέρανε μια μέρα στο σπίτι. Εκεί μέσα μου είπαν ότι ήταν ο μπαμπάς μου. Το μαύρο κουτί δεν το ανοίξανε, να μπει λίγο φως, να δω τον μπαμπά μου, και  ξέρω πως εκεί μέσα είχε σκοτάδι. Οι μεγάλοι άνθρωποι βάλανε εκεί τον μπαμπά μου.

Μόνο χαλάνε οι μεγάλοι άνθρωποι.
Όπως χαλάσανε το σπίτι μου. Ρίξανε κάτω τους τοίχους από το δωμάτιο μου, και τώρα πια δεν έχω δωμάτιο. Δεν έχω παιχνίδια, δεν έχω κρεβάτι. Και την αυλή μου την χάλασαν, και τους δρόμους που έπαιζα, και την πόλη μου όλη. Μόνο χαλάνε οι μεγάλοι άνθρωποι.

Με έχουν πονέσει οι μεγάλοι άνθρωποι.
Πόνεσαν τα πόδια μου, και κουράστηκα πολύ. Μέρες περπάταγα, στο χώμα κοιμόμουνα, πεινούσα και κρύωνα. Μέχρι να φτάσω με την μαμά μου σε εκείνη την θάλασσα. Παλιά μου άρεσε η θάλασσα. Σήμερα, ούτε αυτήν την αγαπάω. Γιατί είναι και αυτή μεγάλη και κακιά, σαν τους μεγάλους ανθρώπους.

Λεφτά έχουν μέσα τους οι μεγάλοι άνθρωποι, δεν έχουν αγάπη. Μονό λεφτά!
Σαν εκείνα που πήραν από την μαμά μου, για να μας βάλουν μέσα σε μια βάρκα. Πολλά λεφτά τους έδωσε η μαμά μου. Και ύστερα μου είπε ότι θα πάμε μια βόλτα μέσα στην θάλασσα, και πως θα είναι ωραία. Όμως εγώ το ήξερα, πριν μπούμε στην βάρκα, ότι δεν θα ήταν ωραία. Την είδα την θάλασσα, δεν ήτανε όμορφη. Μεγάλη και άγρια ήταν.

Για να μην φοβάμαι μου το είπε η μαμά. Όμως εγώ φοβήθηκα, και εκείνη φοβόταν και με έσφιγγε  πάνω της.
Και η βάρκα μας γύρισε. Και γέμισε η θάλασσα, μικρούς και μεγάλους ανθρώπους.
Όλοι φωνάζαμε, και πίναμε θάλασσα μέχρι να φτάσουμε σε εκείνη την παραλία. Δεν είναι καθόλου ωραία η θάλασσα όταν την πίνεις!

Γεμάτη ήταν η παραλία με μικρούς και μεγάλους ανθρώπους. Οι πιο πολλοί κοιμόταν, ακίνητοι ήταν, με τα μάτια κλειστά. Δεν μου μιλούσανε, ούτε με κοίταζαν. Ούτε η μαμά μου μου μίλαγε. Και ας φώναζα πάνω της, και ας έκλαιγα, και ας την έσπρωχνα για να ανοίξει τα μάτια της. Τίποτα δεν μου έλεγε, μονό κοιμόταν. Και ύστερα ήρθαν κάτι άλλοι μεγάλοι άνθρωποι, και την βάλανε την μαμά μου σε ένα φορτηγό. Μαζί με όλους όσους κοιμόταν. Και μου την πήρανε. Μόνο μου με άφησαν.

Δεν είναι καλοί. Δεν αγαπούν. Πόλεμο παίζουν. Το σκοτάδι τους αρέσει. Μόνο χαλάνε. Με έχουν πονέσει. Λεφτά έχουν μέσα τους. Μου πήραν τον μπαμπά και την μαμά μου οι μεγάλοι άνθρωποι. Μόνο με άφησαν!
Δεν τους μισώ, τους μεγάλους ανθρώπους, γιατί δεν ξέρω να μισώ. Όμως,τους φοβάμαι, και δεν τους αγαπάω καθόλου  τους μεγάλους ανθρώπους.

Γι αυτό και εγώ, κάθε μέρα όταν κάνω την προσευχή μου, μόνο ένα πράγμα ζητάω από τον θεό…Όταν μεγαλώσω,  μην γίνω και εγώ μεγάλος άνθρωπος.

Exit mobile version