Τροβαδούροι της αναπαραγωγής του κενού στις ψυχές των άλλων.
Γράφει η Ελένη Αράπη
“Να διεισδύσεις στο κεφάλι του άλλου, να του γίνεις ανάγκη. Να τον καταστήσεις τοξικομανή της πρόσκαιρης ηδονής, μόνο έτσι υποτακτικό θα τον έχεις”.
Συμβουλές προς επίμαχους εραστές της υδρίας, ούτε καν της μήτρας, της υδρίας. Εδώ οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως χωνευτήρια σπέρματος, υγρά πτυελοδοχεία.
Εραστές του κενού, ελέω θεού βασιλείς, διδάκτορες- δικτάτορες του Υ.
Τροβαδούροι της αναπαραγωγής του κενού στις ψυχές των άλλων.
Πλασάρουν τη γνωστή παραμύθα. Ο ιδανικός μα πάντα ανάξιος εραστής, το αναπάντεχο του έρωτα -καλά προσχεδιασμένο πάντα – χτυπά την πόρτα στα χωνευτήρια.
Μαέστροι σκηνοθέτες γράφουν το σενάριο της ζωής και σας κάνουν κομπάρσους· μπαίνουν τόσο καλά και οι ίδιοι μέσα στον ρόλο, που ψέμα κι αλήθεια γίνονται ένα.
Μόλις η εξάρτηση αρχίζει να αχνοφέγγει, αρχίζουν σιγά σιγά να αποκαλύπτουν το προσωπείο, επιβάλλοντας την κυριαρχία τους. Μότο τους, ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη έναν θεό “εγώ ειμί ο θεός, εγώ και ο εξουσιαστής, κατακτώντας το μυαλό, ορίζω το “είναι” τους, μου παραδίδονται ανεπιστρεπτί”.
Αλλάζουν τα πτώματα σαν να είναι πιάτα προς βρώση, τα προσωπεία χωρίς αιδώ, δίχως καμία αίσθηση ενοχής. Πάντα βρίσκουν δικαιολογίες για να επιβιώσουν μέσα στο απόλυτο κενό τους, τουλάχιστον δεν είναι δυστυχείς, προσφέρουν λίγη ευτυχία σε όλους, αποκαθιστώντας την φυσική αταξία. Όλες οι γυναίκες οφείλουν να γευτούν λίγη χαρά και οι πιο άσχημες και οι πιο αδικημένες, και δή οι πιο αδικημένες, αφού είναι η πιο εύκολη λεία.
Ο λύκος δαγκώνει πάντα υπέροχα και τα πρόβατα του γυρνούν πάντα την πλάτη, για να ξεχνούν ότι είναι πρόβατα, κι αυτός να ξεχνά οτι είναι ήδη πτώματα.
Μανιώδεις εραστές της ηδονής, με το εξωτερικό περίβλημα πάντα του έρωτα, δολοφόνοι ψυχών, διαιωνίζουν την υπαρξιακή μοναξιά, νεκρώνοντας τα θύματά τους.
Μα και οι θύτες εντέλει γίνονται θύματα, ξεσκίζοντας ξεσκίζονται. Κλείνουν τα μάτια, εύχονται να ήταν τυφλοί, χωρίς γεύση, δίχως οσμή, να κατασπαράξουν το θήραμα και αμέσως μετά να φύγουν, κυνηγοί κυνηγημένοι.
Και έρχεται η ώρα -μακάρι να ρθει- που κάπου βαθιά μέσα τους νιώθουν το κενό. Τα δακρυσμένα μάτια ενίοτε τους στοιχειώνουν και δεν είναι που τα συμπονούν είναι που δεν μπορούν να αντιληφθούν, πώς γίνεται και δεν δακρύζουν τα δικά τους;
Πονάνε όχι γιατί προκάλεσαν τον πόνο, μα γιατί το θεουργικά πλασμένο προσωπείο τους κάηκε και αποκαλύφθηκε το κτήνος που εξέθρεψαν μέσα τους.
Κι έρχεται η στιγμή που σβήνουν τα φώτα, οι πολλαπλές εκσπερματώσεις έχουν πια κοπάσει, το σώμα έχει κουραστεί – γιατί είναι σίγουρο ότι θα κουραστεί – οι ρυτίδες αρχίζουν να αμαυρώνουν την υπέροχη ευμορφία τους – βασική κατάρα του λίγου τους- τότε κάπου μέσα σε ένα αμάξι, κοιτώντας από ψηλά το ποίμνιον να τους θεώνει, συνειδητοποιούν ότι όχι μόνο δεν είναι θεοί, μα ούτε καν άνθρωποι, αφού ποτέ τους δεν τόλμησαν να αφεθούν, να πονέσουν, το υπέροχο προσωπείο τους να γδάρουν, τα σπλάχνα τους να οσμιστούν.
Σιγοσβήνουν θνητοί και μόνοι, αναμένοντας τον έρωτα – θάνατο μήπως και τους λυτρώσει·
μάταια πάντα.