Γράφει η Έλενα Καρανικολού
Μετρούσε απουσίες από τα μάτια του. Ήταν μπροστά του και εκλιπαρούσε να υπάρχει στο οπτικό του πεδίο.
Έβλεπε με άλλα μάτια.
Άδικο για όσους δεν κατάφεραν να βουτήξουν στις θάλασσες συναισθημάτων και έκλειναν την μύτη.
Πως να δεις τον βυθό με κλειστά μάτια. Ε;
Μιλούσε κι οι λέξεις έπεφταν βαρίδια στο πάτωμα.
Κουνούσε τα πόδια της ρυθμικά στον χτύπο της καρδιάς του.
Προετοίμαζε τους μορφασμούς της για να καταλάβει. Μάταια.
Δεν έβλεπε.
Δεν ήθελε να δει και προσπερνούσε χαμηλωνοντας τα μάτια.
Πολλές φορές γινόμαστε κομμάτια ενός παζλ που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ.
Μιας ζωής που καθόλου δική μας δεν ήταν ποτέ.
Δανεικά ιδανικά και κλεφτές ματιές στην κλειδαρότρυπα άλλων.
Φουσκώνει αίμα η καρδιά κι έπειτα σαν να την χτυπάει σφαίρα, αδειάζει.
Κόκκινα σύννεφα και δάκρυα που ξεκινούν κάθε ελπίδα.
Σιωπές και όνειρα που καταλήγουν εφιάλτες.
-κοίταξε με μονάχα κοίταξε με.
Χαμογέλασε και της έκλεψε τον ήλιο.
Σύννεφα πλημμύρισαν τα μάτια της και γέμισαν δάκρυα.
Δεν θα μάθεις ποτέ.
Ίσως καλύτερα.
Δεν φταις.
Δεν φταίω.
Κοίτα βρέχει, είπε…
Και συνέχισε τον δρόμο του.
Έναν δρόμο που δεν οδήγησε ποτέ σε εκείνη.