Του έρωτα η ρόδα, γυρίζει πάντα την κατάλληλη στιγμή..

November 21, 2016
3 Mins Read
86 Views

Ερωτεύτηκες…ξέχασες το όνομά σου, ποιος είσαι και που πας, έχασες το μπούσουλα. Πετάς στα σύννεφα, όλα είναι ροζ, οι γνωστές αγαπημένες πεταλούδες στροβιλίζονται σε θεαματικές εμφανίσεις στο στομάχι σου. Κοιμάσαι και ξυπνάς με την εικόνα, την αίσθηση, τη φωνή του αγαπημένου μοναδικού σου. Του μονάκριβού σου. Συγχαρητήρια!

Εξαιρετικές οι εξελίξεις στη ζωή σου, είσαι ένα ον επιτέλους ευτυχισμένο και αξιομακάριστο. Στολίζεσαι, ανθίζεις και πετάς. Είσαι όλα τα λουλούδια του κόσμου συμπυκνωμένα σε μια ευωδιά: το άρωμα που φοράς, αυτό που λατρεύει να μυρίζει, αυτό που μένει στα σεντόνια όταν εσύ αναχωρείς.

Όμως-και συγνώμη που τον μνημονεύω τώρα εδώ και σου χαλάω τα τσάκρα- ο διάολος έχει πολλά ποδάρια και ένα από όλα θα σπάσει, κάποια στιγμή που το σύμπαν αποφάσισε πως σε αντιπαθεί.

Κι από τους αιθέρες όπου πραγματοποιούσες πτήση τρελής πορείας και άνευ αλεξίπτωτου, θα έρθει ένα άγαρμπο χέρι, που θα σε γραπώσει και θα σε πετάξει με συνοπτικές χαμαί. Μμμμ, ναι, θα σε εκσφενδονίσει στο έδαφος, θα σε κάνει γη, ένα με το χώμα.

Όταν ανοίξεις τα ματάκια, απορημένος θα κοιτάξεις τριγύρω και ταυτόχρονα όλη αυτή τη σκόνη στα-μέχρι πρότινος-αρωματισμένα ρούχα σου. Αν είναι ακόμη μυρωδάτα; Μπα, δε θα το ‘λεγα… το μόνο που μου μυρίζει πια είναι απορία, αδυναμία κατανόησης του τι έχει συμβεί.

Κι αυτό για αρχή. Έπεται συνέχεια. Τα ερωτηματικά γίνονται απογοήτευση, βάσανο, ήττα βαριά. Από εκεί που έλεγες πως έχεις τα πάντα, βρίσκεσαι με ένα σακί αέρα κοπανιστό στα χέρια και δεν ξέρεις και τι να το κάνεις κιόλας! Καίγεσαι στα ποτά και στα τσιγάρα, οι «πονεμένες» συζητήσεις πάνε σύννεφο και περιμένεις διακαώς τη μέρα εκείνη την πολυπόθητη, που θα ορθοποδήσεις.  Νιώθεις αδικημένος, παρατημένος.

Θυμάσαι μήπως εκείνο το ωραίο που λέει «Δεν ξέρω ποιος πονάει τελικά, αυτός που χτυπάει ή αυτός που τον χτυπάνε;» Και οι δύο θα πω εγώ, με μία διαφορά: τη χρονική στιγμή. Αυτός που χτυπάει κάποιον άλλο, φυσικά και δε νιώθει πόνο τη στιγμή που διαπράττει αυτήν την ενέργεια, και αυτός που τις τρώει, από την άλλη, εκείνη την ώρα, βιώνει πόνο, σωματικό, μα και ψυχικό. Εκείνος εισπράττει σωματική και ταυτόχρονα ψυχολογική βία, εξευτελισμό και ταπείνωση κι ο άλλος που σηκώνει το χέρι, νιώθει ισχυρός, τσαμπουκάς και επιβλητικός. Τι γίνεται όμως αργότερα;

Σε άλλη-και συνήθως άσχετη, ανυποψίαστη στιγμή-ο τροχός γυρίζει και ο μεν δαρμένος έχει επουλώσει τις πληγές του και έχει σηκωθεί, ενώ έρχεται η σειρά του «νταή» να πάρει το μάθημά του. Είτε πρόκειται για μια ανάλογη κακο-μεταχείριση από κάποιον ακόμα πιο σαδιστή, είτε για μια αναλαμπή ανθρωπιάς που έρχεται ξαφνικά να του ανοίξει τις κουρτίνες της συνείδησης και να ξυπνήσει τις Ερινύες.

Συμπέρασμα; Ο μέχρι πρότινος αδύναμος, στέκεται πια όρθιος και περήφανος για τα τραύματά του και για τη μακρόχρονη αλλά αξιοπρεπή γιατρειά του. Έμαθε από το ξύλο που έφαγε, είναι πιο επιφυλακτικός, μαζεύει τα «φύλλα της καρδιάς», μην του τα ξαναπατήσουν. Προσέχει για να έχει. Ο καλός μας ο νταής όμως, βρίσκεται σε φάση συνειδητοποίησης του τι έκανε τόσον καιρό, είτε γιατί τώρα πονάει ο ίδιος, είτε γιατί βασανίζεται από ενοχές και τύψεις, που δυστυχώς, δεν σε εγκαταλείπουν εύκολα.

Δεν είσαι λοιπόν εσύ ο εγκαταλειμμένος. Είσαι απλά το πρώτο σε σειρά «θύμα». Είσαι αυτός που του έλαχε να φάει πρώτος την κρυάδα. Κι όμως…αυτός ο άλλος, που σε έκανε να υποφέρεις και να καταριέσαι τα πάντα, θα πεινάσει από σένα, θα διψάσει από σένα, θα ξαγρυπνήσει από σένα, όσο πείνασες, δίψασες, ξαγρύπνησες κι εσύ για χάρη του. Θα μπήξει τα νύχια του βαθιά στις γροθιές και θα σφίξει τα δόντια μέχρι πονοκεφάλου, όταν θα φάει κυριολεκτικά τα μούτρα του, ενώ καλπάζει σαν άλλος ακέφαλος καβαλάρης…

Το χειρότερο όλων; θα καταλάβει πόσο το νταηλίκι του ήταν ένδειξη αδυναμίας, όχι δύναμης. Αδυναμίας να σε κρατήσει, να σε εκτιμήσει και να σε φυλάξει. Αδυναμίας να δεσμευτεί απέναντί σου, παραχωρώντας σου εδάφη δικά του.

Διάλεξε τον εύκολο δρόμο, να σε πληγώσει, πιστεύοντας πως δε θα βρεθεί ποτέ σε παρόμοια θέση. Κι όμως, έχει ο καιρός γυρίσματα και έρχεται κάποια στιγμή που ο καθένας μας θα πάρει πίσω ό,τι έδωσε, θα θερίσει τους καρπούς όσων έσπειρε…και ως γνωστόν, «όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες»…

Ξαναγάπα, ξαναπέτα, αυτή τη φορά όμως αγκαλιά με το αλεξίπτωτο που δε θα χρειαστεί να ανοίξεις, γιατί θα σ’ αγαπάει κι αυτό. Πολύ.

Exit mobile version