Πριν την χαρακτηρίσεις σκέψου μήπως απλά δεν την έχεις καταλάβει!
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
«Περπατάει κάποιος πλάι σου κι είναι σαν να ισορροπεί πάνω στον πάγο και δεν ξέρει πότε θα ακούσει το κρακ.
Πολλές φορές δεν το ακούει καν. Το συνειδητοποιεί όταν είναι αργά. Όταν εσύ έχεις φύγει κι εκείνος σε βλέπει να φεύγεις.
Ακόμα κι η ανάσα του άλλου μπορεί να σε κάνει να αλλάξεις, ν’ αγριέψεις, να κλειστείς.»
Τα θυμάται τα λόγια του.
Τα θυμάται ακόμα κι ας είναι σχεδόν τρία χρόνια που πέρασαν. Μπορεί να μην άγγιξε τίποτα μέσα της, ήξερε όμως να την διαβάζει καλύτερα από τον καθένα.
Ήταν μια Πέμπτη απόγευμα.
Ένα φωτεινό απόγευμα που όσο κι αν προσπάθησε το φως δεν μπήκε από τις χαραμάδες.
Δύσκολη, δύστροπη, απαιτητική, κυκλοθυμική, απρόβλεπτη, αλλοπρόσαλλη, όλα αυτά που τα άκουγε τόσα χρόνια και γέλαγε. Τα αναπαρήγαγε κι εκείνη για να μην χρειαστεί να πει ηλίθιους εκείνους που κρατάγανε τα ταμπελάκια αυτά.
Η αλήθεια (της) ήταν πολύ πιο απλή.
Ήξερε να παίζει το παιχνίδι του άλλου. Να το κάνει δικό της και στο τέλος να τον κερδίζει σε αυτό. Μόνο που αυτό που δεν ήξερε ο άλλος είναι πως μέσα της παρακάλαγε να χάσει. Ήθελε να το χάσει το παιχνίδι. Να έχει πέσει έξω, να έχει κάνει λάθος. Να μπορεί κάποιος να της αντιγυρίσει πως τον μέτρησε λάθος.
Κι όσο το κέρδιζε το παιχνίδι, τόσο μάθαινε να διακρίνει τα βλέμματα.
Τις λέξεις που δεν χρειαζόντουσαν να ειπωθούν για να διαπιστώσει το ψέμα.
Τις κινήσεις που δεν χρειαζόταν να γίνουν.
Κι απλά ξεμάκραινε. Έφευγε.
Νικήτρια άλλη μια φορά.
Χαμένη άλλη μια φορά.
Κι όταν την επευφημούσαν για το δαιμόνιο ένστικτό της και την εξυπνάδα της, εκείνη χαμογέλαγε γιατί ήξερε πως δεν είχε κανένα ένστικτο και φυσικά δεν ήταν πιο έξυπνη από τους άλλους.
Έδινε απλά σημασία στους ανθρώπους. Τους άκουγε πραγματικά. Τους κοίταγε στα μάτια. Έψαχνε τις ρωγμές τους και τα σημάδια τους. Τους έδινε το χρόνο της. Τους χάριζε από τις στιγμές της. Κι έτσι μπορούσε να ξέρει τις αλήθειες, τα ψέματα, τις δικαιολογίες, όλα.
Δεν είχε ένστικτο, ούτε παραπάνω μυαλό.
Απλά ήξερε να δίνει.
Χρόνο, χώρο, εαυτό.
Κι οι άλλοι…
Άλλοι γίνονταν άπληστοι και ζήταγαν κι άλλο. Κι αν το έκαναν στα ίσα, εκείνη τους τα έδινε όλα. Ακόμα κι εκείνα που δεν άξιζαν. Μα προτιμούσαν την πονηριά.
Άλλοι απαιτούσαν την αποκλειστικότητα όχι για εκείνη αλλά γιατί δεν ήθελαν «κόσμο» στα πόδια τους.
Άλλοι άπλωναν τα ψέματά τους και τα έκαναν χαλί για να πατήσει.
Υπήρξαν όμως κι άλλοι που πήραν τον χρόνο της και τον έκαναν στιγμές και γέλιο και σιωπές και δάκρυα.
Μπήκαν στον χώρο της και βρήκαν τις ρωγμές. Όχι, δεν άρχισαν να επιδιορθώνουν.
Δεν θα μπορούσαν άλλωστε. Όμως πήγαν κι έβαλαν ένα σάλι εκεί στις ρωγμές για να μην γρατζουνιούνται από τους τυχαίους, τους περαστικούς, τους άπληστους και τ’ αρπακτικά.
Κι όταν έφτασαν στον εαυτό της. Την είχαν ήδη κερδίσει.
Κι εκείνη ήταν τόσο χαρούμενη που είχε χάσει.
Όσο για τους άλλους, τους άφηνε να λένε για εκείνη τα παραμύθια, τους μύθους, τις αλήθειες που δεν είχαν καταλάβει κι όταν συνειδητοποιούσαν το «κρακ» εκείνη ήταν τόσο μακριά που δεν μπορούσε καν να τους δει.
Γι’αυτό πριν βιαστείς να την χαρακτηρίσεις.. σκέψου λίγο καλύτερα μήπως όσο νομίζεις πως την παίζεις, εκείνη σε έχει ήδη παίξει, σ’ έχει κερδίσει και πάει παρακάτω!