Γράφει η Κοτλίτσα Βασιλική
Τι να σου πω αφού δεν υπάρχει φωνή πια στο στόμα μου, ούτε λέξεις για να σε φέρουν πίσω.
Τίποτα δε βρίσκω, ούτε καν ιστορίες για να έρχεσαι απλά σαν επισκέπτης και ύστερα να φεύγεις πάλι.
Τι να σου πω αφού σε θέλω, μου λείπεις, σ’ αγαπάω, αλλά κι αυτά στα έχω ξαναπεί, τόσες φορές, και τα ξέρεις ήδη.
Να αρχίσω με τα “πού χάθηκες, που είσαι τόσο καιρό, γιατί δεν έχω νέα σου και γιατί επέλεξες αυτή την απουσία που τρυπάει τα σωθικά μου;”
“Γιατί εξαφανίστηκες από τη ζωή μου και ερήμωσαν τα πάντα;”
Μήπως να σου πω για το πόνο που δε σβήνει, φιλώντας ξένα χείλη; Για τη ψυχή μου που δεν ηρεμεί σε ξένες αγκαλιές ή μήπως να σου πω για τη προσπάθεια που κάνω κάθε μέρα για να σκοτώσω την ανάμνηση σου και να μπορώ να σε κρατάω ζωντανό στα όνειρά μου;
Να σου πω για τις μέρες που γίνονται βδομάδες και τις ώρες που γίνονται αιώνες μακριά σου;
Για τις στιγμές που έρχονται και φεύγουν χωρίς καμία ελπίδα να ξανάρθεις; Για το φως που έγινε σκοτάδι ή για τη μέρα μου που μετατράπηκε σε νύχτα;
Και τέλος πάντων, ότι και να σου πω δεν έχει σημασία για κανέναν πια. Εξάλλου ότι και να έλεγα δε το κατάλαβες ποτέ, γιατί να το κάνεις τώρα.
Γι’ αυτό επιλέγω τη σιωπή. Και αν σε κάποιο όνειρο συναντηθούμε ξανά, μη μου απευθύνεις καν το λόγο. Οι μισοτελειωμένες ιστορίες είναι γι’ αυτούς που δεν έπρεπε να συναντηθούν ποτέ.