Το ανίατο σύνδρομο εκείνων που όσο τους φτύνουν, τόσο κολλάνε!
Γράφει η Μαρία Κουγιουμτζόγλου
Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που όσο τους φτύνεις, τόσο κολλάνε. Που προτιμούν κι αρέσκονται σ’ αυτή τη σαδομαζοχιστική διαδικασία ανθρώπινων σχέσεων. Που φτιάχνονται με το να κυνηγούν κάτι που δε μπορούν να έχουν και δε μπορούν να πιάσουν, σαν σκύλοι που κυνηγάνε την ουρά τους.
Επιλέγουν να τρέχουν πίσω από ανθρώπους που τους φτύνουν και τους υποτιμούν, γιατί αυτό είναι κάτι που τους εξιτάρει και λειτουργεί για εκείνους σαν κινητήριος δύναμη, που τους ωθεί για να ενεργοποιούνται, τρέχοντας πίσω από κάτι που φεύγει και που γλιστράει μέσα απ’ τα χέρια τους, απλά και μόνο γιατί είναι άπιαστο.
Κάτι που ίσως αν τους ρωτήσεις, δεν ξέρουν καν να απαντήσουν, για ποιο λόγο το κυνηγούν. Γιατί εθισμένοι στην ηδονή του κυνηγιού, δε σκέφτηκαν ποτέ να εκτιμήσουν την αξία αυτού που προσπαθούν να πιάσουν και ν’ αποκτήσουν.
Κάτι που ίσως φαντάζει στα μάτια τους ιδανικό και ιδιαίτερο, απλά και μόνο, επειδή ποτέ δεν μπορούν να έχουν. Κάτι που ίσως, αν τελικά κατάφερναν να πλησιάσουν, να έρθουν πιο κοντά και να γνωρίσουν καλύτερα, πιθανόν να ανακάλυπταν πως ουδεμία σχέση έχει, μ’ αυτό που φαντάζονται και ονειρεύονται και πως δεν αξίζει ούτε τον κόπο, αλλά ούτε το χρόνο της προσπάθειάς τους αυτής.
Ίσως πάλι, γιατί κυνηγώντας το άπιαστο, δε βάζουν ποτέ πραγματικά στη ζωή τους ανθρώπους που θα συνδεθούν μαζί τους ουσιαστικά, αλλά συνάπτουν σχέσεις ουτοπικές, που τους δραστηριοποιούν ναι μεν για να τρέχουν, αλλά χωρίς ποτέ να ξέρουν, προς ποια κατεύθυνση και για ποιο λόγο.
Γιατί η πραγματική σχέση, η ουσιαστική, έχει προορισμό και λόγους για να υπάρχει. Η πραγματική ένωση δύο ανθρώπων είναι δούναι και λαβείν. Δεν είναι ούτε να δίνει μόνο ο ένας και ο άλλος να παίρνει, αλλά ούτε και να κυνηγάει ο ένας και ο άλλος να τρέχει.
Άνθρωποι υπερβολικά ευαίσθητοι ίσως, που με μία εθελούσια άρνηση να παραδεχτούν το πρόβλημά της συναισθηματικής αναπηρίας τους, το κρύβουν πίσω από τη δικαιολογία του ότι δεν τους φέρονται οι άλλοι καλά κι ότι ποτέ δεν καταφέρνουν να έχουν αυτό που επιθυμούν πραγματικά. Που καμουφλαρισμένοι πίσω απ’ το ρόλο του «θύματος», κρύβουν το φόβο της δέσμευσης, απ’ τον οποίο πάσχουν πραγματικά.
Άνθρωποι που δυστυχώς θεωρούν, ότι η «μεγάλη αγάπη» ή ο « μεγάλος έρωτας» της ζωής τους, βρίσκεται στα πρόσωπα εκείνων, που ποτέ μαζί τους δε μοιράστηκαν καμία μεγάλη αγάπη, αλλά και κανέναν μεγάλο έρωτα, άξιο να συζητηθεί.
Το μόνο που μένει λοιπόν να πω σε όσους πάσχουν απ’ το συγκεκριμένο σύνδρομο, είναι ότι υπάρχει θεραπεία κι αυτή είναι ο άλλος τρόπος. Εκείνος της επένδυσης σε σχέσεις με ανθρώπους που θέλουν να είναι δίπλα τους και που δε χρειάζεται κανείς να κυνηγάει κανέναν. Αυτός, του να παθιάζεσαι, να ερωτεύεσαι, ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι αληθινά, μ’ εκείνη την μοναδικά υπέροχη αίσθηση ανταλλαγής αμοιβαίων συναισθημάτων.
Κάτι που θα τους πρότεινα ανεπιφύλακτα να δοκιμάσουν να κυνηγήσουν, μήπως και με τον τρόπο αυτό τελικά… καταφέρουν να πιάσουν κάτι καλό, ιδιαίτερο και ξεχωριστό στη ζωή τους.